ἐνιαύσιος
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
α, ον, Hdt.4.180, E.Hipp.37, X.Ages.2.1, SIG167 (Mylasa, iv B.C.), etc.; also ος, ον Th.4.117, 5.1, Arist.Mu.400b21 (v.l.): (ἐνιαυτός):—
A of a year, one year old, σῦς Od.16.454, cf. D.27.63, etc.; τίκτει ἡ θήλεια [ὗς] ἐ. Arist.HA545a29. II annual, Hom.Epigr.15.11; ὁρτή Hdt.4.180, etc.; τῇ τρίτῃ ἐπὶ τοῖς ἐνιαυσίοις IG12(5).593B5 (Ceos, v B.C.): neut. pl. as Adv., Hes.Op.449. Regul.Adv. -ίως Sch.Arat.462, PLond.1.113(4).11 (vi A.D.). III lasting a year, Hp.Aph.6.45; ἐ. φυγή a year's exile, E.Hipp.37; χρόνος Id.Hel.775 (dub.); ἐκεχειρία Th.4.117, 5.15; ὁδός X.l.c.; κἀνιαύσιος βεβώς gone, absent for a year, S.Tr.165.
German (Pape)
[Seite 844] auch zwei Endgn, Eur. Hipp. 37, d. l., Thuc. u. Sp., wie Luc., (ἐνιαυτός), jährig, ein Jahr alt; σῦς Od. 16, 454; Dem. 27, 63; χρόνος Plat. Tim. Locr. 96 e; δίαιτα οὐκ ἐλάττων ἐνιαυσίας Legg. VI, 779 d; – jährlich, Hes. O. 447; ὁρτή Her. 4, 180; – ein Jahr lang dauernd, σπονδαὶ ἐνιαύσιοι Thuc. 5, 15; ἐκεχειρία 4, 117; ἐνιαυσίαν ὁδὸν ποιεῖσθαι Xen. Ag. 2, 1; κἀνιαύσιος βεβώς, seit einem Jahre, Soph. Tr. 164.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαύσιος: -α, -ον, Ἡρόδ. 4. 180, Εὐρ. Ἱππ. 37, Ξεν. Ἀγησ. 2, 1, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 4. 117., 5. 1: (ἐνιαυτοός)· ἑνὸς ἔτους (ἡλικίας) σῦς, Ὀδ. Π. 454, Δημ. 833. 17, κτλ. ΙΙ. ἐτήσιος, κατ’ ἔτος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Ὁμήρου Ἐπιγράμμ. 15. 11· ὁρτὴ Ἡρόδ. 4. 180· ἴδε τὴν λέξιν διαδοχή: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. - Ἐπίρρ. ἐνιαυσίως, ἐτησίως, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. σ. 52. ΙΙΙ. ἐπὶ ἓν ἔτος, διαρκῶν ἓν ἔτος, Ἱππ. Ἀφορ. 1258· ἑνὸς ἔτους ἐξορία, ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγὴν Εὐρ. Ἱππ. 37· χρόνος ὁ αὐτ. Ἑλ. 775· ἐκεχειρία, σπονδαί, κτλ., Θουκ. 4. 117., 5. 15· ὁδὸς Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς τρίμηνον ἡνίκα χώρας ἀπείη κἀνιαύσιος βεβώς, ἡνίκα χώρας ἀπείη βεβὼς τρίμηνον χρόνον κἀνιαύσιον, δηλ. ὅταν παρέλθῃ ἓν ἔτος καὶ τρεῖς μῆνες μετὰ τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν, Σοφ. Τρ. 165 (ἔνθα ὁ Brunck. ἐπηνώρθωσε: κἀνιαύσιον, ἐνν. χρόνον). Ι. ὡς οὐσ. τὰ ἐνιαύσια, προσευχαὶ γινόμεναι ἐπὶ τοῦ τάφου ἀποθανόντος ἓν ἔτος μετὰ τὴν ταφὴν αὐτοῦ, Διατ. Ἀποσπ. 8. 42.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 âgé d’un an;
2 qui a duré ou dure un an;
3 qui revient chaque année, annuel.
Étymologie: ἐνιαυτός.
English (Autenrieth)
yearling, Od. 16.454†.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Hdt.4.180, Hp.Int.44, dór. ἐνιαύτιος CID 1.10.44 (IV a.C.), SIG 1025.37 (Cos IV/III a.C.)
• Morfología: [tb. -ος, -ον Th.4.117, 5.1, Arist.Mu.400b21, IKomm.Kult.N 92 (Nemrud Dagh I a.C.), Mon.Anc.Gr.7.4, PSI 86.11 (IV d.C.); fem. plu. dat. ἐνιαυσίαισιν E.Supp.407]
I 1de un año de edad σῦν ἱερεύσαντες ἐνιαύσιον Od.16.454, θυγάτηρ Pl.Ep.361d, βρέφος FD 3.291.7 (I a.C.), μόσχος Ael.NA 4.31, en uso pred. εἰ κατελείφθην μὲν ἐ. si hubiese quedado huérfano a la edad de un año D.27.63, τίκτει ἡ θήλεια (ὗς) ἐνιαυσία la hembra pare cuando tiene un año Arist.HA 545a29.
2 que dura un año, de un año de duración ἕλκεα Hp.Aph.6.45, αἱ μὲν ἐνιαύσιοι σπονδαὶ διελέλυντο Th.5.1, ἐκεχειρία Th.4.117, φυγή E.Hipp.37, ἐνιαυτία ἁ ἱερομηνία ἁ Πυθ[ι] άς CID l.c., τοῦ δ' ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος habiendo transcurrido el año D.S.11.69, cf. Gem.8.57, Plot.6.1.5, κύκλος Iul.Or.11.155b, τὰν ἐνιαύσιον φιλοτιμία[ν ὅ] λαν su generosidad a lo largo de todo el año, ICallatis 31b.7 (I d.C.), unido a otras unidades temporales τρίμηνος ... κἀνιαύσιος βεβώς ausente tres meses y un año ref. a Heracles, S.Tr.165, ὁδός X.Ages.2.1, en uso pred. ἕλκος ἔχων κεφαλῆς ἐνιαύσιον teniendo desde hace un año una herida en la cabeza, CEG 776.4 (Epidauro IV a.C.) (= AP 6.330 (Aeschin)), καὶ ἡ νοῦσος ἐκλείποι ἂν ἐνιαυσίη y la enfermedad podría cesar en un año Hp.Int.44
•bot. que dura el año entero καρπός ref. árboles cuyo nuevo fruto empalma con el del año anterior, Thphr.HP 3.4.5.
3 anual, de cada año, que sucede o se renueva cada año o una vez al año ὀλολύγα Alc.130b.20, δῆμος δ' ἀνάσσει διαδοχαῖσιν ... ἐνιαυσίαισιν el pueblo es soberano mediante relevos anuales E.l.c., ὁρτή Hdt.l.c., cf. SIG 1025.37 (Cos IV/III a.C.), IKomm.Kult.l.c., ἐ. ὥστε χελιδών Ps.Hdt.Vit.Hom.33, πανηγύρεις ἐνιαύσιοι Arist.l.c., θυσίης ἐνιαυσίης καὶ πανηγύριος ἐούσης IMylasa 3.4 (IV a.C.), cf. Mon.Anc.Gr.l.c., Νεῖλο[ς ἄ] γων ἐνιαύσιον ὕδωρ Call.Fr.384.27, ἐνιαύσιοι ἐπισκέψεις de los astros, Ptol.Tetr.2.11.5, ὧραι Aristid.Quint.105.16, λειτουργία PSI l.c., φόρος BGU 303.24 (VI d.C.), τῷ ἰερεῖ [τ] ᾶς Ἀθάνας ἐν[ια] υσίῳ Sokolowski 2.90.18 (Lindos I d.C.), οἱ ἄρχοντες D.C.36.33.2
•de aniversario ἐνιαύσιον ἦμαρ RECAM 2.147.11 (imper.)
•neutr. subst. τὸ ἐ. aniversario de una muerte Sokolowski 3.97B.5 (Ceos V a.C.), ἐπιτελείσθω ... ἐνιαύσια ὑπὲρ μνείας αὐτοῦ que se realice la liturgia de aniversario en recuerdo de éste ref. a un difunto Const.App.8.42.4
•neutr. plu. como adv. cada año γεράνου ... ἐκ νεφέων ἐνιαύσια κεκληγυίης indicando el comienzo del otoño, Hes.Op.449.
II adv. -ίως anualmente, cada año λέγω δὲ τῶν ἐ. περὶ τὰς ὥρας ἀποτελουμένων me refiero a los eventos que suceden anualmente en conexión con las estaciones Ptol.Tetr.2.11.1, ὁ ἥλιος ἐ. τοῦ τε χειμῶνος καὶ τοῦ θέρους αἴτιος γίνεται Sch.Arat.462, τελ[έσω ὑπὲρ] ἐνοικίου ... ἐ. ... POxy.3203.18 (IV d.C.), παρασχεῖν τὸν φόρον ἐ. PSI 77.30, PLond.113(4).11 (ambos VI d.C.). • DMic.: e-ni-ja-u-si-jo.
Greek Monolingual
-α, -ο και ενιαύσιος, -ο (AM ἐνιαύσιος, -ία, -ον και ἐνιαύσιος, -ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, -ία, -ον) ενιαυτός
1. αυτός που διαρκεί ένα έτος
(α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν», Παπαδ.
γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο ἐνιαύσιον», Θουκ.)
2. ετήσιος, αυτός που γίνεται κάθε χρόνο («ἐορτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («μόσχῳ ένιαυσίῳ», Αιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνιαύσια
προσευχές που γίνονταν πάνω στον τάφο έναν χρόνο μετά τον θάνατο
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνιαύσια
κάθε χρόνο.
επίρρ...
ἐνιαυσίως
κάθε χρόνο, ετησίως.
Greek Monotonic
ἐνιαύσιος: -α, -ον ή -ος, -ον,
I. ετήσιος, ενός έτους (ηλικιακά), σῦς, σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ.
II. αυτός που διεξάγεται κάθε έτος, ετήσιος, σε Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ.
III. λέγεται για κάθε χρονικό διάστημα, αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους, σε Ευρ., Θουκ.· κἀνιαύσιος βεβώς, αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει για έναν χρόνο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιαύσιος: и
1) годовалый, однолетний (σῦς Hom. и ὗς Arst.): κατελείφθην ἐ. Dem. одного года от роду я остался сиротой;
2) длящийся год, годовалый (σπονδαί Thuc.; ὁδός Xen.; χρόνος Plat.; ἀρχαί Arst.): ἐ. βεβώς Soph. отправившись в путь год тому назад;
3) ежегодный, годичный (ὁρτή Her.; πανηγύρεις Arst.).