συνασπίζω

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασπίζω Medium diacritics: συνασπίζω Low diacritics: συνασπίζω Capitals: ΣΥΝΑΣΠΙΖΩ
Transliteration A: synaspízō Transliteration B: synaspizō Transliteration C: synaspizo Beta Code: sunaspi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Hsch.:— to be a shield-fellow or comrade, E.Cyc.39; second or support, τινι Sch. Hermog. in Rh.7.353 W.:—Med., S.E.M.7.328 (metaph.).    II = συνασπιδόω, Plb.4.64.6, Phld.Ir.p.52 W., Plu.Rom.18, Ascl.Tact. 4.1, etc.; fight side by side, ἐπί τινα Luc.Pisc.1; σ. τισί stand in line with them, D.S.17.84, cf. 4.16.    III trans., σ. τοὺς μετ' αὐτοῦ forms them in close order, J.BJ4.1.5.

German (Pape)

[Seite 1005] die Schilde zusammenhalten, mit dicht an einander gehaltenen Schilden in geschlossenen Reihen stehen; Pol. 4, 64, 6. 12, 21, 3; Plut. Rom. 18; Luc. pisc. 1. – Ueberh. Jemandes Gefährte sein, Βακχίῳ συνασπίζοντες, Eur. Cycl. 39; ἀλλήλοις, Strab. 3, 4, 5; so auch med., S. Emp. adv. log. 1, 328.

Greek (Liddell-Scott)

συνασπίζω: μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι συνασπιστής, συστρατιώτης (ἴδε συνασπιστής), Εὐρ. Κύκλ. 39· ὑποστηρίζω, τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = συνασπιδόω, Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· μάχομαι πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ αὐτοῦ, σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.

French (Bailly abrégé)

marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.
Étymologie: σύν, ἀσπίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].

Greek Monotonic

συνασπίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. μάχομαι στο πλάι ή στο πλευρό κάποιου, είμαι συμπολεμιστής του, σε Ευρ.
II. = συνασπιδόω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνασπίζω: = συνασπιδόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνασπίζω [σύν, ἀσπις] aor. συνήσπισα de schilden aaneensluiten; uitbr. zij aan zij vechten. Luc. 28.1. overdr. iemands strijdmakker zijn, samen strijden met, met dat.. Eur. Cycl. 39.