προσηγορία

From LSJ
Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορία Medium diacritics: προσηγορία Low diacritics: προσηγορία Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: prosēgoría Transliteration B: prosēgoria Transliteration C: prosigoria Beta Code: proshgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98.    II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς π. ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr.HP3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος π. IG22.1110.    2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ π. ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.

German (Pape)

[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action d’adresser la parole à, de saluer;
2 action d’appeler par son nom ; dénomination, nom ; t. de gramm. nom commun, substantif.
Étymologie: προσήγορος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσήγορος
ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.)
μσν.-αρχ.
1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)
2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)
3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)
4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)
5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.

Greek Monotonic

προσηγορία: ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσηγορία:1) дружеское обращение, приветливость (ἡ διὰ τῆς προσηγορίας φιλανθρωπία Diog. L.);
2) название, наименование Isocr., Dem.: ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arst. прозвище;
3) грам. (в отличие от ὄνομα) нарицательное имя (ἔστι π. μέρος λόγου σημαῖνον κοινὴν ποιότητα Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηγορία -ας, ἡ [προσήγορος] naam, benaming; ook van bijnaam; περιφέρων προσηγορίαν τὸν Κοριολανόν de bijnaam Coriolanus dragend Plut. Cor. 23.4; gramm. (zelfstandig) naamwoord.