κόρυς
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ῠθος, ἡ, acc.
A κόρῠθα Il.11.351, al., E.Ba.1186 (lyr.), κόρυν Il. 13.131, Luc.DDeor.20.10, Philostr.Her.12.1; poet.dat. pl. κορύθεσσι S.Ant.116 (lyr.):—helmet, freq. in Hom. (esp. in Il.); αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων 13.341; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 15.535, Od.24.523; τετράφαλος Il.22.315; ἱπποδάσεια 3.369. II scalp of a lion, E.l.c.
German (Pape)
[Seite 1488] υθος, ἡ, acc. κόρυθα u. κόρον, Hel m, Sturmhaube; Hom. oft; χαλκήρης, ἱπποδάσεια, Il. 15, 535, λαμπραί, 17, 269, u. ä., also von Metall u. dadurch von der ledernen κυνέη unterschieden, obwohl Agamemnons Helm, 12, 184 ff., κυνέη u. κόρυς heißt; σύν θ' ἱπποκόμοις κορύθεσσιν Soph. Ant. 116; Eur. braucht es auch für Kopf, ἄρτι γένυν ὑπὸ κόρυθ' ἁπαλότριχα βάλλει Bacch. 1186. – Κόρυν steht Il. 13, 131. 16, 215 u. Luc. D. D. 20, 10. – Nach den VLL. auch = κόρυδος.
Greek (Liddell-Scott)
κόρῠς: -ῠθος, ἡ· αἰτ. κόρῠθα Ὅμ. καὶ Εὐρ. ἐν Βάκχ. 1185· κόρυν Ἰλ. Ν. 131., Π. 215, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10, κτλ.· ποιητ. δοτ. κορύθεσσι Σοφ. Ἀντ. 116· (√ΚΑΡ, κάρα) ― περικεφαλαία, κράνος, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.)· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χαλκοῦ, χαλκείη, χαλκήρης, καὶ οὕτω διακρινομένη ἀπὸ τῆς ἐκ δέρματος κυνέης (ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἰσχύει πανταχοῦ· ἴδε ἐν λέξ. κυνέη)· ἔχουσα καὶ τεμάχια διὰ τὰς παρειάς, χαλκοπάρηος, καὶ λόφον ἐκ τριχῶν ἵππου, ἵππουρις. ἱππόκομος, ἱπποδάσεια (πρβλ. λόφος)· καὶ κεκοσμημένη διὰ φάλων, πρβλ. ἀμφίφαλος, τετράφαλος. ΙΙ. ἡ κεφαλή, Εὐρ. Βάκχ. 1185.
French (Bailly abrégé)
υθος;
acc. -υθα ou -υν (ἡ) :
casque.
Étymologie: R. Καρ ; cf. κάρα.
English (Autenrieth)
(cf. κάρη), acc. κόρυθα and κόρυν: helmet; epithets, βριαρή, δαιδαλέη, ἱπποδάσεια, ἱππόκομος, λαμπομένη, λαμπρή, παναίθη, τετράφαλος, φαεινή, χαλκήρεος, χαλκοπάρῃος. (See cuts under these adjectives.)
Greek Monolingual
κόρυς, -υθος, ἡ (Α)
1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη, κορυνθεύς, κόρυνθος και κορυφή αποτελούν ίσως μια ιδιαίτερη οικογένεια λέξεων τών οποίων η προέλευση δεν είναι σαφής. Κατά μία άποψη αποτελούν πελασγικά στοιχεία με τα οποία συνδέεται και το τοπωνύμιο Κόρινθος.
ΠΑΡ. κορυστής, κορυφή
αρχ.
κόρυδος, κορυθάλη, κορύθιον, κόρυθος, κορύνη, κορυνθεύς, κόρυνθος, κορύσσω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορυθάϊξ, κορυθαίολος. (Β' συνθετικό) α) -κόρυθος: ευκόρυθος, ιπποκόρυθος, τρικόρυθος
β) -κορυς: ορθόκορυς, τρίκορυς.
Greek Monotonic
κόρῠς: -ῠθος, ἡ· αιτ. κόρῠθα και κόρυν· ποιητ. δοτ. πληθ. κορύθεσσι· (κάρα)·
I. κράνος, περικεφαλαία, σε Όμηρ.
II. το κεφάλι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κόρυς: ῠθος ἡ (acc. κόρῠθα и κόρυν, dat. pl. κορύθεσσι)
1) шлем (χαλκείη Hom.; ἱππόκομος Soph.; κόρυν ἀφελεῖν Luc.);
2) голова (ἁπαλόθριξ, sc. τοῦ μόσχου Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρυς -υθος, ἡ [~ κόρυμβος?] acc. sing. κόρυθα en κόρυν, poet. dat. plur. κορύθεσσιν, helm; overdr. kuif:. ὑπὸ κόρυθ ’ ἁπαλότριχα onder zijn kuif van zacht haar Eur. Ba. 1186.