ἀρτέμων

From LSJ
Revision as of 22:08, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτέμων Medium diacritics: ἀρτέμων Low diacritics: αρτέμων Capitals: ΑΡΤΕΜΩΝ
Transliteration A: artémōn Transliteration B: artemōn Transliteration C: artemon Beta Code: a)rte/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, (ἀρτάω)

   A foresail of a ship, Act.Ap.27.40, dub. sens. in Lyd.Mens.2.12.    II principal pulley in a system, Vitr. 10.2.9 (in Latin form, = Gk. ἐπάγων).

German (Pape)

[Seite 361] ονος, ὁ, 1) Bramsegel, N. T – 2) der dritte Kolben im Flaschenzuge, Leitflasche, Vitruv. 10, 5. – Auch ἀρτεμώνη u. ἀρτεμωνία, s. Lob. Paralip. 317.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτέμων: ονος [ωνος], ὁ, (ἀρτάω) κατὰ τὸν Smith ἐν «Voyage and Shipwreck of St. Paul» (πλοῦς καὶ ναυάγιον τοῦ Ἀποστ. Παύλου) σ. 102, 153 κἑξ., εἶναι ὁ ἄλλως λεγόμενος δόλων, ὅστις ἦτο μικρὸν ἱστίον ἀναπεταννύμενον ἐπὶ ἱστοῦ οὐχὶ ὑψηλοῦ παρὰ τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου, Πράξ. Ἀποστ. 27. 40· - ὡσαύτως -ώνιον, τό, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 359. ΙΙ. ἡ τρίτη τροχαλία ἐν τῇ μηχανῇ τῇ καλουμένῃ πολύσπαστον, ἣν οἱ Ἕλληνες κατὰ Βιτρούβιον (10. 5) ὠνόμαζον ἐπάγοντα.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
1 voile d’artimon;
2 sorte de poulie.
Étymologie: ἀρτάω.

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ
1 náut. trinquete op. malus ‘mástil’, Antistius Labeo en Dig.50.16.242, ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα Act.Ap.27.40.
2 cierta polea (el ἐπάγων) del polipasto, Vitr.10.2.9.
3 división, coyuntura en el cómputo del tiempo ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ νοητοῦ αἰῶνος ἔστι συνιδεῖν τοὺς ἀρτέμονας Lyd.Mens.2.12.

• Etimología: Quizá deriv. de ἀρτάω ‘suspender’, c. un suf. *-mōn de n. de instrumento.

English (Strong)

from a derivative of ἄρτι; properly, something ready (or else more remotely from αἴρω (compare ἄρτος); something hung up), i.e. (specially) the topsail (rather foresail or jib) of a vessel: mainsail.

English (Thayer)

ἀρτεμονος (L T Tr WH ἀρτεμωνος, cf. Winer s Grammar, § 9,1d.; (Buttmann, 24 (22))), ὁ, top-sail (or foresail?) of a ship: Acts 27:40; cf. Meyer at the passage; (especially Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, p. 192 f; Graser in the Philologus, 3rd suppl. 1865, p. 201ff).

Greek Monolingual

ο (Α ἀρτέμων)
ο φλόκος
αρχ.
1. μικρό ιστίο του μικρού καταρτιού της πλώρης
2. η τρίτη τροχαλία στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. αρτέομαι «ετοιμάζομαι», αλλά πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση ότι προήλθε από το ρ. αρτώ «κρεμώ», πράγμα που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με επίθημα -μων / -μονος, που συνιστούν κυρίως ονόματα οργάνων. Ο λατινικός όρος artemo(n), -onis, με την ίδια σημασία, είναι δάνειο από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. artimon «κατάρτι στην πρύμνη του πλοίου»].

Greek Monotonic

ἀρτέμων: -ονος, ὁ (ἀρτάω), πιθ. το ιστίο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀρτέμων: ονος ὁ мор. брамсель NT.

Frisk Etymological English

-ονος
Grammatical information: m.
Meaning: foresail (Act. Ap. 27, 40), mast with f.; meaning uncertain in Lyd. Mens. 2, 12.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained technical word, of which meaning and history is not yet well-known. Connection with ἀρτέομαι or ἀρτάω with -μων (Chantr. Form. 172, Schwyzer 522) does not explain the meaning. Improb. vW. - Lat. LW [loanword] artemo(n) since Lucil. as name of a sail v.t., in Vitr. 10, 2, 9 also principal pulley (from here Fr. artimon, with different meaning). Cf. J. Vart, L'art nautique 101-106; J. Rougé, Commerce maritime 58f.