ἐκκρεμάννυμι
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
fut. -κρεμάσω,
A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.) ; τι ἔκ τινος Ar.Eq.1363 ; λίθον τοῦ ποδός AP11.100 (Lucill.) ; τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5. II Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, cf. Luc.Tox.6. 2 metaph., to be devoted to, Ἄρεος E. El.950.
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρεμάννυμι), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; Ἄρεος, ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμάννῡμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ ἐκκρέμαμαι, προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν θέλω ν’ ἀποχωρισθῶ αὐτοῦ, μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, εἶναι ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950.
French (Bailly abrégé)
suspendre une chose à une autre;
Moy. ἐκκρεμάννυμαι se suspendre : τινος à qqn, s’attacher aux bras ou aux vêtements de qqn.
Étymologie: ἐκ, κρεμάννυμι.
Spanish (DGE)
(ἐκκρεμάννῡμι) I tr.
1 colgar, suspender c. ac. de cosa τι ... βάρος Hp.Art.22, cf. Superf.8, c. ac. de cosa y gen. o giro prep. λύχνον ... χρυσῆς ἁλύσεως I.BI 7.429, τοῦ ποδὸς ... λίθον AP 11.100 (Lucill.), ὅπως ἐκκρεμάσῃ ἐκ τοῦ οἴκου ... κόκκινον 1Ep.Clem.12.7, cóm. c. ac. de pers. ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον Ar.Eq.1363
•en v. med. mismo sent., c. ac. de cosa y ὑπέρ c. gen. ἤν ποτε ... στεφάνους προθύρων ὕπερ ἐκκρεμάσωμαι AP 5.92 (Rufin.).
2 fig. hacer depender εἰς ὀλοὴν ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας AP 1.101 (Men.Prot.).
II intr., gener. en v. med.
1 colgarse c. gen. τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, ἐκκρεμάννυνται δὲ περὶ τὴν θαλάμην τὰ ᾠά los huevos quedan suspendidos alrededor del agujero al desovar el pulpo, Arist.HA 549b34, τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαννυμένην ἀποσεισάμενος zarandeando a su mujer que se colgaba de él Luc.Tox.61, en act. τῶν θυρίδων ἐκκρεμαννύντες Plu.2.522a, c. adv. συνέρρει ... τὰ πλήθη καὶ ἄλλος ἀλλαχόθεν ἐκκρεμαννύμενος ἐθεῶντο αὐτόν Ael.VH 12.58.
2 fig. dedicarse, consagrarse c. gen. τὰ τέκν' αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται sus hijos se consagran a Ares E.El.950.
3 estar suspendido de, estar pendiente de c. gen. ἀρτηθεῖσα ... καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς Ph.1.442, τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12, τῶν Ἀθήνησι ψηφισμάτων Plu.Pel.7, τῆς ἐνταῦθα ζωῆς Clem.Al.QDS 2.2.
Greek Monolingual
ἐκκρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από ένα μέρος ή πράγμα
2. μέσ. είμαι εξαρτημένος από κάτι, είμαι αφοσιωμένος σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐκκρεμάννῡμι: μέλ. -κρεμάσω·
I. κρεμώ από ή πάνω σ' ένα πράγμα· τι ἔκ τινος, σε Αριστοφ.
II. Παθ., προσκολλώμαι από ή σε, με γεν., σε Θουκ.· μεταφ., είμαι αφοσιωμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκρεμάννῡμι: (fut. ἐκκρεμάσω)
1) привешивать (τι ἐκ τοῦ λάρυγγος Arph.; λίθον τοῦ ποδός Anth.);
2) ставить в зависимость, связывать (ἐλπίδας εἴς τι Anth.);
3) med. хвататься, цепляться (τῶν ἀπιόντων Thuc.; τῶν πηδαλίων Luc.; τοῦ φορείου Plut.): Ἄρεος ἐκκρεμάννυσθαι Eur. быть преданным Арею, т. е. быть воинственным.
Middle Liddell
fut. -κρεμάσω
I. to hang from or upon a thing; τι ἔκ τινος Ar.
II. Pass. to hang on by, cling to, c. gen., Thuc.:—metaph. to be devoted to, Eur.
B. ἐκκρέμαμαι
1. Pass. to hang from, depend upon, c. gen., Plut.