μετακινέω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A shift, remove, τινὰ ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.74; τι IG5(1).1390.186 (Andania, i B. C.):—Med., go from one place to another, Hdt. 9.51; μεταβάλλον καὶ -ούμενον γίγνεται πᾶν Pl.Lg.894a :—Pass., Hdt.1.51, Arist.GC315b14. 2 change, alter, μ. τὴν πάτριον πολιτείαν D.23.205, cf. X.Lac.15.1 (Pass.); ῥᾷον ἔθος μετακινῆσαι φύσεως Arist.EN1152a30; ἡ τομὴ μετεκινήθη the time of cutting was altered, Thphr.HP4.11.5.
German (Pape)
[Seite 147] vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνέω: μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., ἀπέρχομαι ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 changer de place, déplacer, acc. ; Pass. se déplacer, abs. s’éloigner;
2 changer, bouleverser.
Étymologie: μετά, κινέω.
Spanish
English (Strong)
from μετά and κινέω; to stir to a place elsewhere, i.e. remove (figuratively): move away.
English (Thayer)
μετακίνω: to move from a place, to move away: Herodotus down; passive present participle μετακινουμενος; tropically, ἀπό τῆς ἐλπίδος, from the hope which one holds, on which one rests, Colossians 1:23.
Greek Monotonic
μετακῑνέω: μέλ. -ήσω,
1. αλλάζω θέση σε κάτι, μετατοπίζω, απομακρύνω, σε Ηρόδ. — Μέσ., πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, στον ίδ.
2. αλλάζω, τροποποιώ, τὴν πολιτείαν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μετακῑνέω:
1) перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);
2) сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);
3) (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία Thuc.).