προκινέω
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
A move forward, τὸ στῖφος X.Cyr.1.4.21; urge on, ἵππον Id.Eq.9.3:—Pass., come on, advance, Id.Cyr.1.4.23; dance before the eyes, of specks, Hp.Loc.Hom.3. II excite or begin before, τὴν μάχην D.S.17.19 (nisi leg. προκρίνειν). 2 excite or arouse before, τὴν τοῦ νέου ψυχήν Plu.2.36d; τὴν πόλιν J.BJ4.4.7.
German (Pape)
[Seite 730] vor, vorwärts, weiter bewegen, Xen. Cyr. 1, 4, 21; pass, vorrücken, ib. 23; Plut.; – vorher bewegen, S. Emp. adv. phys. 2, 108.
Greek (Liddell-Scott)
προκῑνέω: κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν στρατὸν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21· ἀναγκάζω νὰ προχωρήσῃ, πρ. ἵππον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 9. 3· ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. προχωρῶ, προβαίνω, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23, πρβλ. Ἱππ. 409. 18. ΙΙ. κινῶ ἢ ἀρχίζω πρότερον, τὴν μάχην Διόδ. 17. 19. 2) ἐξεγείρω πρότερον, τὴν τοῦ νέου ψυχὴν Πλούτ. 2. 36D· τὴν πόλιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 (πρό, devant) mouvoir en avant, faire avancer ; Pass. être poussé en avant ou se mouvoir en avant, s’avancer;
2 (πρό, auparavant) exciter auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κινέω.
Greek Monotonic
προκῑνέω: κινώ προς τα εμπρός, τὸν στρατόν, σε Ξεν.· αναγκάζω να προχωρήσει, σπιρουνίζω (άλογο), ἵππον, στον ίδ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. προχωρώ, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κινέω met acc. voorwaarts doen gaan:. προὐκίνησαν τὸ στῖφος zij lieten het leger optrekken Xen. Cyr. 1.4.21. med.-pass. intrans. voorwaarts gaan:. ὡς εἶδον τοὺς Μήδους προκινηθέντας toen zij de Meden zagen oprukken Xen. Cyr. 1.4.23.
Russian (Dvoretsky)
προκῑνέω: 1) двигать вперед, продвигать (τὸ στῖφος Xen.): ὡς εἶδον τοὺς Μήδους προκινηθέντας Xen. когда (неприятели) увидели, что мидяне продвинулись вперед;
2) раньше начинать (τὴν μάχην Diod.);
3) раньше возбуждать, расшевеливать (τὴν τοῦ νέου ψυχὴν τοῖς λόγοις Plut.).
Middle Liddell
to move forward, τὸν στρατόν Xen.: to urge on, ἵππον Xen.:—Pass. with fut. mid. to advance, Xen.