Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναφίστημι

From LSJ
Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφίστημι Medium diacritics: συναφίστημι Low diacritics: συναφίστημι Capitals: ΣΥΝΑΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synaphístēmi Transliteration B: synaphistēmi Transliteration C: synafistimi Beta Code: sunafi/sthmi

English (LSJ)

Ion. συναπ-,

   A draw into revolt together, Th.1.56; cause to desert, J.BJ 1.24.2:—Pass., Ion. συναπίσταμαι, with aor. 2 and pf. Act., fall off or revolt along with, τινι Hdt.5.37,104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις Th.3.47; οἱ ξυναποστάντες Id.1.104; τὰ ξυναφεστῶτα Χωρία ib.59, cf. Jul.Or.1.26c.    2 retire together with, Dam.Pr. 305.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συναφομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναφίστημι: Ἰων. συναπ-· ἀόρ. αϳ συναπέστησα, συναπομακρύνω, συναποσπῶ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 2· συναφιστάνειν τὸ σῶμα τῆς γῆς Κλήμ. Ἀλ. 854. ΙΙ. κινῶ ὁμοῦ εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 1. 59. ― Παθητ., Ἰων. συναπίσταμαι, μετ’ ἀορ. βϳ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐπαναστατῶ, ἐξεγείρομαι εἰς ἀποστασίαν ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 37, 104, Θουκ. 1. 56, κ. ἀλλ.· ὁ δῆμος ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις ὁ αὐτ. 3. 39· οἱ ξυναποστάντες ὁ αὐτ. 1. 104· τὰ ξυναφεστῶτα χωρία αὐτόθι 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

French (Bailly abrégé)

ao. συναπέστησα, ao.2 συναπέστην;
1 tr. détourner ensemble ; faire déserter ensemble;
2 intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se détourner ou s’éloigner ensemble ou avec, τινι ; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία THC les territoires qui avaient fait défection.
Étymologie: σύν, ἀφίστημι.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α
παθ. συναφίσταμαι
επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
μσν.
αποχωρώ, αποσύρομαι
αρχ.
1. γίνομαι αίτιος της αποστασίας κάποιου
2. κινώ σε επανάσταση, ξεσηκώνω
3. απομακρύνω ή αποσπώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. παθ. παύω να υπάρχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφίστημι / ἀφίσταμαι «απέχω, επαναστατώ, απομακρύνω»].

Greek Monotonic

συναφίστημι: Ιων. συν-απ-· αόρ. αʹ συναπέστησα· υποκινώ από κοινού σε αποστασία, σε Θουκ. — Παθ., Ιων. συναπίσταμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., επαναστατώ ή εξεγείρομαι σε αποστασία από κοινού με άλλους, με δοτ. ή απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συναφίστημι: ион. συναπίστημι
1) склонять к отпадению (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);
2) med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) отлагаться, отпадать: σ. τινί Her., Thuc. отпадать вместе с кем-л., ἀπό τινος Her. от кого-л.; οἱ ξυναποστάντες Her. участники восстания; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία Thuc. отпавшие территории.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αφίστημι, Att. ξυναφίστημι act. met acc. ( causat. ) ( praes. en fut. act., sigm. aor. act. en med. ) mede tot een opstand aanzetten, tegelijk afvallig maken. med.-pass. intrans. ( praes. συναφίσταμαι, stamaor. συναπέστην, perf. συναφέστηκα, fut. συναποστήσομαι ) mede in opstand komen (tegen), tegelijk afvallig worden (van); met dat. en ἀπό + gen.

Middle Liddell

ionic συν-απ aor1 συναπέστησα
to draw into revolt together, Thuc.:—Pass., ionic συναπίσταμαι, with aor2 and perf. act., to fall off or revolt along with others, c. dat., or absol., Hdt., Thuc.