περίφρων

From LSJ
Revision as of 18:24, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφρων Medium diacritics: περίφρων Low diacritics: περίφρων Capitals: ΠΕΡΙΦΡΩΝ
Transliteration A: períphrōn Transliteration B: periphrōn Transliteration C: perifron Beta Code: peri/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, voc.

   A περίφρον Od.16.435, etc., but=nom., 19.357, 21.381 : (φρήν):—very thoughtful, very careful, freq. in Od. of Penelope, 16.435,al.; of other women, 11.345,19.357, once in Il., 5.412, Theoc.3.45; also of Hephaestus, first in Hes.Sc.297, 313; τέκνα Id.Th.894; artful, crafty, θήρη Opp.H.3.205.    II haughty, overweening, A.Supp.757 (lyr.); περίφρονα δ' ἔλακες Id.Ag.1426 (lyr.).    2 c. gen., despising, τῶν παθῶν LXX 4 Ma.8.28.

German (Pape)

[Seite 600] ον, sehr bedächtig, verständig; in der Od. ist das Wort häufig, als Beiwort der Penelope, u. 11, 345 der Königinn der Phäaken, wie 19, 357 der Eurykleia. In der Il. kommt es nur einmal vor, 5, 412, auch von einer Frau. – Ἥφαιστος Hes. sc. 297; τέκνα Th. 894; – περίφρονες δ' ἄγαν ἀνιέρῳ μένει Aesch. Suppl. 738; περίφρονα δ' ἔλακες Ag. 1401, übermüthig. Einzeln auch in späterer Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον Πηνελόπεια Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ (φρήν)˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, συνετός, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ δόλιος, πανοῦργος, θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπέρφρων, ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) μετὰ γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent, très sage;
2 qui méprise ou dédaigne ; abs. fier, arrogant, présomptueux.
Étymologie: περί, φρήν.

English (Autenrieth)

ον: very thoughtful or prudent.

Greek Monolingual

ο, η, ΜΑ
συνετός, φρόνιμος
αρχ.
1. δόλιος, πανούργος
2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά-φρων].

Greek Monotonic

περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. περίφρον (φρήν
I. πολύ σκεπτικός, πολύ προσεκτικός, συνετός, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Όμηρ.
II. 1. όπως ὑπέρφρων, υπερόπτης, υπερήφανος, σε Αισχύλ.
2. με γεν., αυτός που περιφρονεί κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περίφρων: 2, gen. ονος
1) рассудительный, разумный (Πηνελόπεια Hom.; Ἣφαιστος HH);
2) высокомерный, надменный (Aesch. - v. l. φυσίφρων);
3) презирающий (κόσμοιο π. Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφρων -ον, gen. -ονος [περί, φρήν] vocat. περίφρον en περίφρων zeer verstandig:. περίφρον Πηνελόπεια verstandige Penelope Od. 16.435. trots, hoogmoedig:. περίφρονα δ ’ ἔλακες jij sprak woorden vol trots Aeschl. Ag. 1426.

Middle Liddell

περί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
I. very thoughtful, very careful, notable, of Penelope, Hom.
II. like ὑπέρφρων, haughty, over-weening, Aesch.
2. c. gen. despising a thing, Anth.