ἀργύριον

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργύριον Medium diacritics: ἀργύριον Low diacritics: αργύριον Capitals: ΑΡΓΥΡΙΟΝ
Transliteration A: argýrion Transliteration B: argyrion Transliteration C: argyrion Beta Code: a)rgu/rion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A small coin, piece of money, Ar.Fr.262, X.Oec.19.16, etc.: pl. (v. Poll.9.89), Ar.Av.600, Eup.155, X.l.c.: then,    2 collectively, money, Ar.Pl.156,158, al.; ἀ. ῥητόν a fixed sum, Th.2.70; εἰς ἀ. λογισθέντα calculated in our money, X.Cyr.3.1.33; ἀ. καθαρόν 'hard cash', Theoc.15.36: in Com. with Art., τἀργύριον the money, the cash, δανείζεσθαι Ar.Nu.756; ἀπαιτεῖν ib.1247; κατατιθέναι Antiph.124.14, etc.; so τἀ. καταβάλλειν Th.1.27, etc.    II = ἄργυρος, silver, πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Hdt.3.13; ἀ. ἐπίσημον and ἄσημον Th.2.13; χρυσίον καὶ ἀ. Pl.Alc.1.122e; ἀργυρίου ἄνθος lead oxide, Hp.Nat.Mul.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύριον: [ῠ], τό, Βοιωτ. ἀργούριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 50: - μικρὸν νόμισμα, κερμάτιον, Ἀριστοφ. 5. 255, Ξεν. Οἰκ. 19. 16, κτλ.· πληθ. (ἴδε Πολυδ. Θ΄, 89), Ἀριστοφ. Ὄρν. 600, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 19, Πλάτ. Νόμ. 742D, Ξεν. Οἰκ. 19, 16: - ἑπομένως, 2) περιληπτικῶς, χρήματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «ἀργύρια» ἀντὶ χρήματα, ἐπεὶ αἰτοῦσιν οὐκ ἀργύριον οἱ χρηστοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 156, 158, κ. ἀλλ.· ἀργ. ῥητόν, ὡρισμένον ποσόν, Θουκ. 2. 70· εἰς ἀργύριον λογισθέντα, ὑπολογισθέντα εἰς νόμισμα, εἰς ἀξίαν νομίσματος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· μὴ μνάσῃς Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν ἢ δύο, «πλέον ἠνάλωσά φασιν ἢ δυοῖν μνᾶν καθαροῦ ἀργυρίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 15. 36: - παρὰ τοῖς κωμ. συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρου, τἀργύριον (τὰ χρήματα) δανείζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 756· ἀπαιτεῖν αὐτόθι 1247· κατατιθέναι Ἀντιφ. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1. 14, κτλ.· οὕτω, τὸ ἀργ. καταβάλλειν Θουκ. 1. 27, κτλ. ΙΙ. = ἄργυρος, ὡς μέταλλον, πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Ἡρόδ. 3. 13· ἀργ. ἐπίσημον καὶ ἄσημον Θουκ. 2. 13· συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀργυρίου ἄνθος Λατ. Flos argenti, Ἱππ. 574. 53.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce d’argent ; en gén. argent monnayé.
Étymologie: ἄργυρος.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [ῠ]

• Morfología: [beoc. gen. sg. ἀργουρίω IG 7.1737.6 (Tespias III a.C.), tes. ἀργύρροι GDI 1557.2 (Dodona III a.C.)]
I 1plata ἔπεμψαν πεντακοσίας μνέας ἀργυρίου Hdt.3.13, ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν Theoc.15.36, cf. E.Ep.5.50, IG 7.4138.25 (Oropos II a.C.), LXX Ge.23.15, D.S.1.46, PCornell inv.1.30.7 en ZPE 34.1979.91 (I d.C.), PMil.Vogl.215.4 (II d.C.), PLeit.13.18 (III d.C.)
como patrón monetario χαλκοῦ πρὸς ἄργυρον δραχμῶν σ PHib.70a.10 (III a.C.), ἀ. ἐπίσημον y ἄσημον plata acuñada y no acuñada Th.2.13, cf. ID 104.56 (IV a.C.)
sin ref. a las monedas καὶ κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ... καὶ ἔχων τὸ ἀ. τὸ ἐκ ταύτης τῆς ἀργυρίτιδος doc. en D.37.28
junto a χρυσίον u otros signos externos de riqueza o lujo χρυσίον δὲ καὶ ἀργύριον Pl.Alc.1.122e, cf. Eup.162, Isoc.8.47, Plb.11.24.11, LXX Ge.13.2, Ec.2.8, τῶν ἐθνῶν κατὰ κεφαλὴν εἰσφερόντων ἀργύριον Plu.2.11b, ὄψα ἢ ἐσθῆτα ἢ ἀργύριον προσάγων Philostr.VS 587.
2 ἀργυρίον ἄνθος óxido de plomo Hp.Nat.Mul.33.
II 1moneda de plata τὸ δὲ ἀργύριον μέγαθός ἐστι ὅσον ὦν Hdt.1.199
moneda fraccionaria ἀργύριον ... κεκερματισμένον Ar.Fr.215, τὰ καλὰ καὶ τὰ κίβδηλα ἀργύρια X.Oec.19.16, cf. Hdt.1.192, Ar.Fr.273, Au.600, Pl.Virt.378d, Act.Ap.19.19, Epiph.Const.Mens.M.43.289A
ref. a monedas concretas ἀργύριον καθαρώτατον moneda de mucha ley del ariándico, moneda egipcia, Hdt.4.166, τὸ ἀργύριον ... τὸ Ἀττικόν la dracma ática, SEG 26.72.3 (IV a.C.), cf. ID 104.20 (IV a.C.), ἀργύριον Ἀλεξάνδρειον dracma de Alejandro, PEleph.1.11 (IV a.C.), τριάκοντα ἀργύρια treinta siclos, Eu.Matt.26.15.
2 plata, dinero τἀργύριον δανείζεσθαι Ar.Nu.756, ἀπαιτῶν Ar.Nu.1247, καταβάλλειν Th.1.27, κατατιθῆναι Antiph.124.14, κεκτῆσθαι Is.5.35, χρήματα ... εἰς ἀργύριον λογισθέντα fortuna calculada en dinero X.Cyr.3.1.33, οὐδὲ πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν ἔκρινον Isoc.4.76, τὸ ἀ. στάσιμον θεῖναι colocar dinero que produzca interés Sol.Lg.68, cf. Antipho Soph.B 54, KP. ἄρχει διὰ τί ὁ Ζεὺς τῶν θεῶν; KA. διὰ τἀργύριον Ar.Pl.131, cf. 141, 154, 156, οἱ δ' ὁτιοῦν ἂν ἀργυρίου ποιήσαντες D.19.80, cf. 119, μὴ ἔχειν ... μήτε χρυσὸν μήτε ἄσημον μήτε ἀ. POxy.2673.18 (IV d.C.), ἐπ' ἀργυρίῳ por dinero Arist.Rh.1376a20, Poll.6.190
ἐν ἀργυρίῳ en metálico D.C.41.37.3
δίκη ἀργυρίον juicio pecuniario D.39.25
Ἀργυρίου ἀφανισμός la desaparición del dinero tít. de varias comedias
de Estratis, Sud.s.u. Στράττις, de Antífanes (Antiph.39) o de Epígenes, Ath.409d, de Filípides, Philippid.9, Ath.230a
fondos, riqueza de la Anfictionía de Delos ID 93.10 (V a.C.), πὲρ το(ῖ) ἀργύρροι τὰς θέμιστος GDI 1557.2 (Dodona III a.C.).

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of ἄργυρος; silvery, i.e. (by implication) cash; specially, a silverling (i.e. drachma or shekel): money, (piece of) silver (piece).

English (Thayer)

ἀργυρίου, τό (from ἄργυρος, which see) (fr. Herodotus down);
1. silver: T Tr WH).
2. money: simply, Matthew 28:(12),15.
3. Specifically, a silver coin, silver-piece (Luther, Silberling), שֶׁקֶל σίκλος, shekel (see B. D. under the word), i. e. a coin in circulation among the Jews after the exile, from the time of Simon (circa 141 B.C.>) down (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Money, and references in Schürer, N. T. Zeitgesch. § 7)); according to Josephus (Antiquities 3,8, 2) equal to the Attic tetradrachm or the Alexandrian didrachm (cf. στατήρ (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Piece of Silver)): ἀργύριον μυριάδες πέντε fifty thousand pieces of silver (German 50,000 in Silber equivalent to Silbergeld), doubtless drachmas (cf. δηνάριον) are meant; cf. Meyer (et al.) at the passage.

Greek Monotonic

ἀργύριον: [ῠ], τό·
I. κέρμα από ασήμι, μικρό ασημένιο νόμισμα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. περιληπτικώς, τα χρήματα, το χρηματικό ποσό, τα μετρητά, με τον ίδιο τρόπο που και σήμερα λέμε «αργύρια», στον ίδ., Θουκ.
II. = ἄργυρος, το ασήμι, στον ίδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργύριον: (ῠ) τό
1) серебро Her., Thuc., Plat.;
2) тж. pl. серебряные деньги, серебряная монета Arph., Xen., Plat.;
3) деньги (вообще) Arph., Xen.: ἀ. ἐφόδιον Thuc. деньги на путевые издержки; ἀργυρίῳ καθαρῷ μνᾶ Theocr. (одна) мина наличными;
4) серебреник NT.

Middle Liddell


I. a piece of silver, a silver coin, Ar., etc.
2. collectively, money, a sum of money, cash, as we also say "silver", Ar., Thuc.
II. = ἄργυρος, silver, Thuc., Plat.

Chinese

原文音譯:¢rgÚrion 阿而句里按
詞類次數:名詞(20)
原文字根:銀 相當於: (כֶּסֶף‎)
字義溯源:含銀的,銀,銀幣,銀錢;源自(ἄργυρος)=銀);而 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)。
同義字:1) (ἀργύριον)含銀的 2) (κέρμα)銀錢,修剪 3) (νόμισμα)法定錢幣 4) (χαλκός)銅 5) (χρῆμα)有用,錢
出現次數:總共(20);太(9);可(1);路(4);徒(5);彼前(1)
譯字彙編
1) 銀子(10) 太25:18; 太25:27; 太26:15; 可14:11; 路19:15; 路19:23; 路22:5; 徒8:20; 徒19:19; 彼前1:18;
2) 銀錢(7) 太27:3; 太27:5; 太27:6; 太27:9; 太28:12; 太28:15; 路9:3;
3) 銀(3) 徒3:6; 徒7:16; 徒20:33