σύννοος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, Att. contr. σύννους, ουν,
A in deep thought, thoughtful, Isoc.1.15, Plu.2.206b, etc.; σ. πρὸς ἑαυτῷ Id.Them.3. 2 anxious, gloomy, βλέμμα Arist.Pr.958a18, cf. Hp.Ep.15, D.H.4.66, etc.; grave, Hp.Medic.1. 3 thoughtful, circumspect, σ. γενέσθαι Arist. Pol.1267a36; τὸ σ. Phld.Vit.p.13 J.
German (Pape)
[Seite 1028] att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυθρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.
Greek (Liddell-Scott)
σύννοος: -ον, Ἀττικ. συνῃρ. -νους, ουν, ὁ βεβυθισμένος εἰς σκέψιν, σκεπτικός, Ἰσοκρ. 5Α, Πλούτ. 2. 206Β, κλπ.· σ. πρὸς ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 3. 2) ἐστενοχωρημένος, κατηφής, βλέμμα Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 5, πρβλ. Ἱππ. 1277. 30, Διον. Ἁλ. 4. 66, κτλ. 3) περίφροντις, σ. γενέσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 17.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui réfléchit, pensif, méditatif.
Étymologie: σύν, νόος.
Greek Monotonic
σύννοος: -ον, Αττ. συνηρ. -νους, -ουν·
1. αυτός που είναι βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή, στοχαστικός, σκεπτικός, σε Ισοκρ.
2. αυτός που βρίσκεται σε περίσκεψη, συλλογισμένος, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύννοος -οον, zie σύννους.
Russian (Dvoretsky)
σύννοος: стяж. σύννους 2
1) погруженный в раздумье, размышляющий, задумчивый Isocr., Plut., Luc.;
2) озабоченный, беспокойный (βλέμμα Arst.);
3) рассудительный, осторожный (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).