ἐμπυριβήτης
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω)
A made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.
German (Pape)
[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui va sur le feu.
Étymologie: ἐν, πῦρ, βαίνω.
English (Autenrieth)
(πῦρ, βαίνω): standing over the fire; τρίπος, Il. 23.702†.
Spanish (DGE)
(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ que se pone sobre el fuego μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702, cf. plu. Semus 16
•epít. del adivino Euclo, Hsch.
{{grml
|mltxt=ἐμπυριβήτης, ο (Α) [[εν, πυρ, βαίνω
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.).
}}
Greek Monotonic
ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ (ἐν, πῦρ, βαίνω), κατασκευασμένος να αντέχει στη φωτιά, λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπῠρῐβήτης: ставящийся на огонь (τρίπους Hom.).
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: who goes into the fire, of a τρίπους Ψ 702.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of the prepositional phrase ἐν πυρί and βῆ-ναι with τη-suffix; cf. Schwyzer 452. Also πυριβήτης Arat. 983, a false archaizing form. - On the matter Bromner Hermes 77, 366f.
Middle Liddell
ἐμ-πῠρῐ-βήτης, ου, n [ἐν, πῦρ, βαίνω
made for standing on the fire, of a tripod, Il.
Frisk Etymology German
ἐμπυριβήτης: -ου
{empuribḗtēs}
Grammar: m.
Meaning: der im Feuer steht, Ben. eines τρίπους Ψ 702.
Etymology : Zusammenbildung aus dem Präpositionsausdruck ἐν πυρί und βῆναι mittels des τη-Suffixes; vgl. Schwyzer 452. Dafür πυριβήτης Arat. 983, archaisierendes Simplex. — Zur Sache Bromner Hermes 77, 366f.
Page 1,508