πάθη

From LSJ
Revision as of 16:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰθη Medium diacritics: πάθη Low diacritics: πάθη Capitals: ΠΑΘΗ
Transliteration A: páthē Transliteration B: pathē Transliteration C: pathi Beta Code: pa/qh

English (LSJ)

ἡ,

   A passive state, Pl.Ti.80b; what is done or happens to a person orthing, opp. πρᾶξις, Id.Lg.903b, cf. Epin. 983d; τὰς ἐκεῖ… π. what happened there, S.Aj.295; πᾶσαν τὴν ἑωντοῦ π. all that had happened to him, Hdt.1.122.    2 suffering, misfortune, Pi.P.3.42,97 (pl.), S.OC7, etc.; πάθαι, opp. εὐτυχίαι, Hdt.3.40; ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Id.2.111; of morbid affections, τὰς π. τὰς ἐν τῷ ὀστέῳ γινομένας Hp.VC13; ἡ τοῦ πνίγους π. suffocation, Pl.Phlb. 32a, cf. Lg.728c, 865e, 866b.

German (Pape)

[Seite 437] ἡ, = πάθος, Leiden, Unfall, Unglück; ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ, Pind. P. 3, 42; ὀξείαισι πάθαις, P. 3, 97, öfter; μελέαν πάθαν κλαῖον, Soph. Ant. 965; O. C. 7; plur., Ai. 238; Hippocr.; Her. 1, 122; τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν, Augenleiden, Blindheit, 2, 111; sp. D., Leon. Al. 12 (VI, 221); auch in attischer Prosa, ἡ παρὰ φύσιν τοῦ πνίγους πάθη Plat. Phil. 32 a, τιμωρία δὲ ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Legg. V, 728 c, u. öfter in diesen Büchern; bes. bei Sp., wie Luc. dea Syr. 22, App. Mthrid. 77.

Greek (Liddell-Scott)

πάθη: [ᾰ], ἡ, παθητικὴ κατάστασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶξις, Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς ἐκεῖ.. πάθας, τὰ ἐκεῖ συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) πάθημα συμφορά, Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότης, Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., ἀσφυξία, Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
I. état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;
II. souffrance :
1 au phys. mal, maladie;
2 au mor. douleur, affliction.
Étymologie: πάθος.
2pl. de πάθος.

Greek Monolingual

πάθη, ἡ (Α)
1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι
2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθην», Ηρόδ.)
3. συμφορά, πάθημα
4. στον πληθ. αἱ πάθαι
οι ασθένειες, οι παθήσεις
5. φρ. α) «ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν» — η τύφλωση
β) «ἡ τοῦ πνίγους πάθη» — η ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του πάθος < θ. πăθ- του πάσχω].

Greek Monotonic

πάθη: [ᾰ], ἡ,
1. παθητική κατάσταση, σε Πλάτ.· τὰς ἐκεῖ πάθας, αυτό που έγινε εκεί, σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθη, όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ.
2. = πάθημα, σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότητα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πάθη:
I pl. к πάθος.
II дор. πάθᾱ (πᾰ) ἡ
1) претерпевание, испытывание, страдательное состояние (π. καὶ πρᾶξις Plat.);
2) тж. pl. случай, происшествие: πᾶσαἑωυτοῦ π. Her. все, что с ним приключилось;
3) несчастье, горе (βαρεῖα Pind.; μελέα Soph.);
4) страдание, болезнь (τῶν ὀφθαλμῶν Her.): τοῦ πνίγους π. Plat. удушливая жара.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάθη -ης, ἡ, Dor. πάθᾱ [πάσχω] wat iemand overkomt. voorval, ongeluk:; τὰς ἐκεῖ μὲν οὐκ ἔχω λέγειν πάθας ik kan niet vertellen wat daar is voorgevallen Soph. Ai. 295; πάθη καὶ πρᾶξις het ondervinden en handelen Plat. Lg. 903b; noodlot. aandoening, ziekte:. π. τῶν ὀφθαλμῶν blindheid Hdt. 2.111.4.
πάθη plur. van πάθος.

Middle Liddell

πᾰθ/η, ἡ, παθεῖν
1. a passive state, Plat.; τὰς ἐκεῖ πάθας what happened there, Soph.; πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π. all that had happened to him, Hdt.
2. = πάθημα, Pind., Soph.; ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Hdt.

English (Woodhouse)

misfortune, accidents of life, difficulties, hardships, physical phenomena, sorrows, sufferings, troubles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)