ἀνοικίζω

From LSJ
Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοικίζω Medium diacritics: ἀνοικίζω Low diacritics: ανοικίζω Capitals: ΑΝΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: anoikízō Transliteration B: anoikizō Transliteration C: anoikizo Beta Code: a)noiki/zw

English (LSJ)

   A remove up the country, ἀ. τὴν Σπάρτην, i.e. break it up as a city, Arist.Rh.Al.1423a7; ἀ. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, cf. Str.13.3.3; ἀ. [τέττιγας] φθόνου ἐς δένδρα remove them out of envy's way, dub. in Philostr.VA7.11 (leg. ἀπ-):—Pass. and Med., shift one's dwelling up the country, migrate inland or to higher ground, αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax207, cf. Av. 1351, Str.9.2.17, App.Pun.84; and of cities, to be built inland or away from the coast, Th.1.7:—generally, migrate, ἀνοικίσασθαι εἰς Ὄλυνθον Id.1.58, cf. 8.31.    II resettle, colonize afresh, Paus.2.1.2, Memn. 60 (Med.); rebuild, Aps.pp.239,245 H.:—Pass., to be repeopled, Plu. Luc.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ποιῶ πόλιν τινὰ ἀνάστατον μετοικίζων τοὺς κατοίκους αὐτῆς εἰς ἄλλο μέρος. Ἀθηναῖοι ἐξὸν. αὐτοῖς ἀνοικίσαι τὴν Σπάρτην Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλ. 2. 22· ἀν. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Παυσ. 1. 25, 4: μεταφ., ἀν. τινὰ φθόνου, ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοῦ φθόνου, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.: - Παθ. καὶ μέσ., μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου εἰς τὰ ἄνω ἢ τὰ μεσογαιότερα μέρη τῆς χώρας, μεταναστεύω εἰς τὸ ἐσωτερικόν, αὐτοὶ δ’ ἀνῳκίσανθ’ ὅπως ἀνωτάτω Ἀριστοφ. Εἰρ. 207. πρβλ. Στράβ. 406, Ἀππ. Καρχ. 84· καὶ ἐπὶ πόλεων, κτίζομαι εἰς τὰ μεσόγαια ἤτοι μακρὰν τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7: - καθόλου, μεταναστεύω, δεῦρ’ ἀνοικισθεὶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1351· ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον Θουκ. 1. 58, πρβλ. 8. 31. ΙΙ. οἰκίζω ἐκ νέου, ἐγκαθιστῶ ἐκ νέου οἰκήτορας, Κόρινθον δὲ ἀνάστατον Μομμίου ποιήσαντος ... ὕστερον λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Παυσ. 2. 1, 2, Στράβ. 621: - Παθ., ἐκ νέου οἰκίζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 29.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνῴκισα;
1 (ἀνά en haut) bâtir dans l’intérieur des terres;
2 (ἀνά de nouveau) coloniser de nouveau ; Pass. se repeupler;
Moy. ἀνοικίζομαι aller s’établir dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνά, οἰκίζω.

Spanish (DGE)

I c. mov. hacia arriba
1 edificar tierra adentro de ciu., I.Ap.1.60, en v. pas. Th.1.7.
2 desterrar, trasladar de residencia σφᾶς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, ἐκεῖσε Str.13.3.3
de ahí destruir τὴν Σπάρτην Anaximen.Rh.1423a8
instalar, colocar (τέττιγας) ἐς ... τὰ δένδρα Philostr.VA 7.11.
3 en v. med.-pas. emigrar, trasladarse hacia el interior αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax 207, δεῦρ' ἀνοικισθεὶς ἐγώ Ar.Au.1351, τοῖς οὕτως ἀνοικισθεῖσι Str.9.2.17, ἐς ἤπειρον App.Pun.84
en gener. emigrar εἰς Ὄλυνθον Th.1.58, εἰς τὸν Δαφνοῦντα Th.8.31, cf. Hsch.s.u. ἀνῳκισμένος.
II c. sent. de ‘de nuevo’ repoblar, reconstruir Κόρινθον ... λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Paus.2.1.2, τὴν πόλιν Memn.40.2, τὰς πόλεις Aps.pp.239, 245, cf. Plu.Luc.29.

Greek Monolingual

ἀνοικίζω (Α) οικίζω
Ι. ενεργ.
1. καταργώ μια πόλη μεταφέροντας αλλού τους κατοίκους της
2. αποικίζω εκ νέου μια πόλη, εγκαθιστώ σ’ αυτή νέους κατοίκους
II. (μέσ. κ. παθ.)
1. μετακομίζω, μεταφέρω το σπίτι μου στο εσωτερικό ή σε ψηλότερο μέρος της χώρας
2. (γενικά) μεταναστεύω.

Greek Monotonic

ἀνοικίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, ανακατώνω τη χώρα
I. Παθ. και Μέσ., μεταφέρω την διαμονή μου στην εξοχή, μεταναστεύω στο εσωτερικό, σε Αριστοφ.· και για πόλεις, είμαι χτισμένος στην ενδοχώρα, μακριά από την ακτή, σε Θουκ.· γενικά, μεταναστεύω, δεῦρ' ἀνοικισθείς, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. επανατοποθετώ, επαναπροσδιορίζω — Παθ., οικίζομαι από την αρχή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικίζω:
1) (преимущ. вглубь страны) переселять, med.-pass. переселяться, выселяться, селиться (ἐς Ὤλυνθον Thuc.; δεῦρο Arph.; ἡ πόλις ὑπὲρ ποταμοῦ ἄνῳκισμένη Plut.): μέχρι τοῦδε ἀνῳκισμένοι εἰσίν Thuc. поселения до сих пор находятся в глубине страны;
2) med.-pass. вновь заселяться (συνέβη πολλὰς πόλεις ἀνοικίζεσθαι Plut.);
3) разорять, разрушать (τὴν Σπάρτην Arst.).

Middle Liddell


I. to remove up the country:— Pass. and Mid. to shift one's dwelling up the country, to migrate inland, Ar.; and of cities, to be built up the country, away from the coast, Thuc.:—generally, to migrate, δεῦρ' ἀνοικισθείς Ar., Thuc.
II. to resettle:— Pass. to be re-peopled, Plut.