πρόδηλος
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ον,
A clear or manifest in front or beforehand, Alc.Oxy. 1789Fr.1 ii4, D.15.30, etc.; ἐμβολὴ π. ἥτις γίνοιτ' ἂν ἁρμόζουσα Hp. Art.30, cf. E.Or.190(lyr.), Hyp.Epit.8; οἱ π. [φόβοι] foreseen, Arist. EN1117a19, cf. Is.3.19, al.; τοῦ μὲν ὄντος π. τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Isoc.6.37; εἰ μὲν ἦν π. τὰ μέλλοντα D.18.196; π. εἵλοντο θανάτους Plb.6.54.4; πρόδηλον ἥδη ἦν, ὅτι . . X.HG6.4.9, cf. Isoc.2.42, Pl.Phdr.238b, etc.; evident, καὶ τυφλῷ, φασι, pro/dhlon Polystr.p.8 W.; πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι . . μέλλουσι Hdt.9.17, cf. X.Eq.3.3; ἐκ προδήλου from a place in sight, in full view, S.El.1429(lyr.). Adv. -λως Aeschin.1.182, Plu.Oth.9; θανεῖν π. S.Aj.1311. 2 = προδηλωτικός, c. gen., Vett. Val.92.22,al.
German (Pape)
[Seite 715] ganz deutlich od. offenbar, ganz bekannt, klar vor Augen liegend; Her. 9, 17; ἐκ προδήλου λεύσσω, Soph. El. 1422; = προδήλως, Ai. 1290; Eur. O. 190, Plat. Phaedr. 238 b; πράξεις, wozu, Zeugen nöthig sind, Isae. 3, 19, Dem.; Sp., wie Pol. 1, 23. 3 u. öfter; Luc. Hermot. 63; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδηλος: -ον, ὁ ἐκ τῶν προτέρων δῆλος, φανερός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797, Εὐρ. Ὀρ. 190, Πλάτ. Φαῖδρ. 238Β· οἱ πρ. φόβοι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8. 15· τοῦ μὲν ὄντος προδήλου, τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Ἰσοκρ. 123Β· εἰ μὲν ἦν πρόδηλα τὰ μέλλοντα Δημ. 293. 25· ― πρόδηλον ἤδη ἦν, ὅτι..., Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 9· οὕτω, πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι... μέλλουσι Ἡρόδ. 9. 17, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 3, 3· ― ἐκ προδήλου, ἐκ τόπου καταφανοῦς, ἐμφανοῦς, Σοφ. Ἠλ. 1429. Ἐπίρρ. -λως, Αἰσχίν. 26. 9· πρ. θανεῖν Σοφ. Αἴ. 1311.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éclate aux yeux, très clair, très évident ; πρόδηλον ὅτι XÉN ou πρόδηλα ὅτι HDT (il est) de toute évidence que ; ἐκ προδήλου SOPH de toute évidence, d’une manière éclatante.
Étymologie: πρό, δῆλος.
English (Strong)
from πρό and δῆλος; plain before all men, i.e. obvious: evident, manifest (open) beforehand.
English (Thayer)
πρόδηλον (πρό (d. α. and) δῆλος), openly evident, known to all, manifest: ὅτι, Sophocles and Herodotus down.))
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόδηλος, -ον, ΝΑ
σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.)
αρχ.
1. προδηλωτικός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι
(ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί
3. φρ. «ἐκ προδήλου» — από εμφανές μέρος. Επίρ. προδήλως ΝΑ
με πρόδηλο τρόπο, ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δῆλος «σαφής»].
Greek Monotonic
πρόδηλος: -ον, διαυγής ή φανερός από πριν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρόδηλον ἤδηἦν ὅτι..., σε Ξεν.· ομοίως, πρόδηλα γάρ (ἐστι), ὅτι μέλλουσι, σε Ηρόδ.· ἐκ προδήλου, από τόπο εμφανή, σε Σοφ.· επίρρ. -λως, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-δηλος -ον overduidelijk, evident:; πρόδηλα ὅτι het is evident dat Hdt. 9.17.4; πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι het was al overduidelijk dat Xen. Hell. 6.4.9; λεύσσω γὰρ Αἴγισθον ἐκ προδήλου want ik zie Aegisthus duidelijk Soph. El. 1429; adv. προδήλως duidelijk zichtbaar:. θανεῖν προδήλως sterven voor de ogen van allen Soph. Ai. 1311.
Russian (Dvoretsky)
πρόδηλος: совершенно ясный, очевидный Eur., Plat., Dem.: πρόδηλον Xen. и πρόδηλα (ὅτι) Her., Xen. совершенно ясно (что); ἐκ προδήλου Soph., Plut. с полной ясностью, совершенно отчетливо или открыто.
Middle Liddell
πρό-δηλος, ον,
clear or manifest beforehand, Eur., etc.:— πρόδηλον ἤδη ἦν, ὅτι . . , Xen.; so, πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι μέλλουσι Hdt.:— ἐκ προδήλου from a place in sight, Soph.: adv. -λως, Soph.
Chinese
原文音譯:prÒdhloj 普羅-得羅士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:以前-明顯
字義溯源:坦誠於眾人面前,清晰的,分明,明顯的;由(πρό)*=前)與(δῆλος)*=顯然的)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(3);提前(2);來(1)
譯字彙編:
1) 明顯的(2) 提前5:24; 提前5:25;
2) 分明(1) 來7:14