αἰσχυντηλός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ή, όν, A bashful, modest, Pl.Chrm. 160e, Arist.EN1128b20; τὸ αἰ. modesty, Pl.Chrm.158c. Adv. -λῶς Id.Lg.665e. II of things, shameful, Arist.Rh.1384b18.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηλός: -ή, -όν, αἰδήμων, κόσμιος, Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ αἰδημοσύνη, Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης ἄξιος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 pudique, modeste;
2 qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1tímido, vergonzoso αἰσχυντηλοτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντος Pl.Grg.487b, cf. Chrm.160e, Arist.EN 1128b20, αἰσχυντηλότεροι τοὺς τρόπους Aristid.Or.29.26
•τὸ αἰ. timidez, modestia Pl.Chrm.158c.
2 vergonzoso, indecoroso τὰ ῥηθέντα Arist.Rh.1384b18.
II adv. -ῶς tímidamente Pl.Lg.665e.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.
Greek Monotonic
αἰσχυντηλός: -ή, -όν (αἰσχύνομαι), κόσμιος, αιδήμων, μετριόφρων, σεμνός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντηλός: стыдливый, застенчивый, скромный Plat., Arst.
Middle Liddell
[αἰσχύνομαι]
bashful, modest, Plat.