φρικώδης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ες,
A attended with shivering, πνρετὸς φ. a fever with shivering fits, ague, Hp.Epid.1.2, Sor.1.59; δυσουρία φ. Hp.Aph.3.5; οἱ φ. those who suffer from such fits, Id.Coac.12, al.; τὸ φ. roughness, unevenness of the skin, as in aguish fits, ib.17, cf. Gal.6.195. II that causes shuddering or horror, awful, horrible, ὄψις Ar.Ra.1336 (lyr.); τὰ δεινὰ καὶ φ. And.1.29; φρικώδη κλύειν horrible to hear, E.Hipp.1202; freq. in later Prose, δόξαι φ. Phld.Mus. p.50 K.; φ. ἄποψις, θέαμα, Arist.Mir.843a16, Plu.Marc.15, Anon. Oxy. 416.9, Jul.Or.1.31c; τὸ -έστατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος Epicur.Ep.3p.61U.; -έστατος ὅρκος PStrassb.48.6 (vi A. D.), etc.: neut. φρικῶδες, as Adv., horribly, E.Hipp.1216. b inspiring religious awe, Plu. TG21 (Sup.), Aristid.1.256J. Adv. Sup., ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν, of the terrors of a court of justice, D.23.74.
German (Pape)
[Seite 1306] ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; ὄψις Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος, Medic. – Uebh. mit δεινός vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74.
Greek (Liddell-Scott)
φρικώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑπὸ φρίκης ἢ φρικιάσεως συνοδευόμενος, πυρετὸς φρ., ὁ μετὰ φρικιάσεως ἢ ῥίγους, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 949· δυσουρία φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1247· ― τὸ φρικῶδες, ἡ τραχύτης, ἀνωμαλία τῆς ἐπιδερμίδος, οἷον ὅταν κατέχηταί τις ὑπὸ ἠπιάλου ἢ παροξυσμοῦ ῥίγους, Ἱππ., Γαλην. ΙΙ. ἐμποιῶν φρίκην ἢ τρόμον, φοβερός, τρομερός, φρικτός, ὄψις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1336 (λυρ.)· τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη Ἀνδοκ. 5. 5· φρικώδη κλύειν, δεινὰ ἀκοῦσαι, Εὐρ. Ἱππ. 1202· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 2, Πλούτ., κλπ.· ― οὐδ. φρικῶδες, ὡς ἐπίρρ., φρικτῶς, Εὐρ. Ἱππόλ. 1216· ― ὡσαύτως ἐπὶ θρησκευτικῆς εὐλαβείας, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἀριστείδ. 1. 256. ― Ἐπίρρ. -δῶς, φρικωδέστατα ἔχειν, ἐπὶ τῆς φρίκης τοῦ δικαστηρίου, Δημ. 644. 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 qui fait frissonner, effrayant, terrible;
2 accompagné de frissons en parl. de maladie;
Sp. φρικωδέστατος.
Étymologie: φρίξ, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / φρικώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φρίξ, φρικός]
φρικαλέος, φρικτός
αρχ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.)
2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος
3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες
α) ως ουσ. η τραχύτητα δέρματος που ανατριχιάζει
β) (ως επίρρ.) φρικτά, φρικωδώς.
επίρρ...
φρικωδώς / φρικωδῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο φρικώδη, φρικτά
αρχ.
φρ. «ἔχω φρικωδῶς» — εμπνέω φρίκη (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
φρῑκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που συνδέεται με τη φρίκη, φρικτός, σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. φρικῶδες, ως επίρρ., με φρίκη, φρικτά, σε Ευρ.· επίρρ. -δῶς, υπερθ. φρικωδέστατα ἔχειν, βρίσκομαι στην απόλυτη φρίκη, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φρῑκώδης: приводящий в трепет, ужасный, страшный (ὄψις Arph.; θέαμα, ὅρκοι Plut.): βρόμος φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом.
Middle Liddell
φρῑκ-ώδης, ες εἶδος
that causes shuddering, horrible, Eur., Ar.:—neut. φρικῶδες, as adv. horribly, Eur.:— adv. -δῶς, Sup., φρικωδέστατα ἔχειν to be in utter horror, Dem.