ὀρεχθέω

From LSJ
Revision as of 17:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεχθέω Medium diacritics: ὀρεχθέω Low diacritics: ορεχθέω Capitals: ΟΡΕΧΘΕΩ
Transliteration A: orechthéō Transliteration B: orechtheō Transliteration C: orechtheo Beta Code: o)rexqe/w

English (LSJ)

Ep.Verb, once in Hom.,

   A βόες . . ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Il.23.30: expld. by most Gramm. of the death-rattle in the throat (as though cogn. with ῥοχθέω) (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος... ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Sch.Tad loc., cf. Eust.1285.60 sq., Apollon. Lex., Hsch., etc.); but also as cogn. with ὀρέγομαι, ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο Eust.l.c. (cf. Sch. T, Zonar., etc.), i.e. they were stretching themselves, struggling, in the throes of death.—In later Poets it seems freq. to mean swell up, esp. of the heart when stirred by emotion, like ὀρίνομαι, τῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Ar.Nu. 1368 ; νεάτη δ' ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ the bladder swells, Nic.Al.340 ; σφακέλῳ δέ οἱ ἔνδον ὀρεχθεῖ μαινομένη κραδίη, of a dying whale, Opp. H.2.583 ; τῇ δὲ . . δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ, οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ A.R.1.275 ; καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι Id.2.49: in Aristias 6, μύκαισι (μυκαῖσι Schneidewin) δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, it must have the sense of ῥοχθέω if μυκαῖσι is accepted ; θάλασσαν ἔα ποτὶ χερσὸν ὀρεχθεῖν let the sea roar landwards, Theoc.11.43 (cf. βοάω 1.2, ἐρεύγομαι (B)).

German (Pape)

[Seite 373] (vgl. ῥοχθέω), 1) brüllen; vom Stiere, Il. 23, 30; vom Meere, brüllend brausen, Theocr. 11, 43; Schol. Ar. Nubb. 1350, wo übertr. steht πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν, vor Aerger heftig schlagen, knurren, erkl. es μίμημα τραχέος ἤχου γενομένου ἐν τῷ σφάζεσθαι βοῦν; Schol. Ap. Rh. 1, 275 u. 2, 49 erkl. es durch στένω. So ist auch πᾶν ὀρεχθεῖ δάπεδον Aesch. fr. 146 bei Strab. 12 a. E. zu nehmen; zweifelhaft μύκαισι δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, Aristias bei Ath. II, 60 b. – 2) = ὀρέγω, heftig wonach begehren, bei sp. D., καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι, Ap. Rh. 2, 49; οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον ὅσσον ὀρεχθεῖ, 1, 275; vgl. Nic. Al. 340; Opp. Hal. 2, 583. Nach Eust. führten schon alte Erkl. auch die homerischen Stellen auf ὀρέγω zurück und erkl. ἀναιρούμενοτ ὠρέγοντο, ἐξετείνοντο, wie Passow übh. die erste Bdtg verwerfen möchte, von dem Rinde »sich strecken, hingestreckt liegen« (wie es nachher von den Schweinen heißt εὑόμενοι τανύοντο), und von dem Meere bei Theocr. »es erstreckt sich, wälzt sich heran« erklärend; was an sich zwar möglich, aber nicht nothwendig ist, da ο oft als Präfixum erscheint, ohne die Bdtg zu ändern. S. übrigens Spitzner exc. zur Il. XXXIV.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεχθέω: ῥῆμα ἀμφιβόλου σημασίας ἐν Ἰλ. Ψ. 30, βόες … ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν ἐξελάμβανον τὸ ῥῆμα τοῦτο ὡς σημαῖνον τὸν τραχὺν ἦχον τὸν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου ἐκπεμπόμενον ἐκ τοῦ λάρυγγος τοῦ σφαζομένου ζῴου (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος ..., ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Schol. Vict. ἐν τόπῳ, πρβλ. Εὐστάθ. 1285. 60 κἑξ., Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ., Ἡσύχ., κτλ.)· -τινὲς ἐξ αὐτῶν δίδουσι καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, δηλ. ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. Ζωναρ., κτλ.), δηλ. ἐξηπλοῦντο ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, «ἐτεντώνοντο». Ἐπὶ τῆς προτέρας σημασίας τὸ ὀρεχθέω πρέπει νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ ῥοχθέω, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τῷ ὀρέγομαι. - Παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1368 ἡ λέξις ἐτέθη ἐπὶ παλμοῦ ἢ πατάγου τῆς καρδίας, καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2, 583, ὁ Θεόκριτ. δὲ (ἐν 11, 43) ἐπὶ θαλάσσης τὴν λέξιν τίθησι καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Ὁμηρικοῦ: «ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα» (Ὀδ. Ε. 402): - μεταφορ. ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, μετ’ ἀπαρ., οὐδ’ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 275· καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ... ἐξ αἷμα κεδάσσαι ὁ αὐτ. Β. 49· - τὸ τοῦ Ἀριστίου παρ’ Ἀθην. 60Β, μύκαισι δ’ ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν σημασ. τοῦ ῥοχθέω· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 154 ὁ Meineke ἀποκατέστησεν Ἐρέχθειον. - Ἴδε τὴν ἐξέτασιν τῆς λέξ. παρὰ τῷ Spitzn. ad Il. Excurs. 34.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. épq. ὀρέχθεον;
1 s’étendre ; se prolonger;
2 fig. tendre vers, désirer;
3 sel. d’autres mugir, gronder de colère, palpiter (cf. ῥοχθέω).
Étymologie: ὀρέγω.

English (Autenrieth)

doubtful word, bellow in last agonies, rattle in the throat, Il. 23.30†.

Greek Monotonic

ὀρεχθέω: μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. ὀρέχθεον, είτε τεντώνομαι ή αγκομαχώ στην επιθανάτιο αγωνία (από ὀρέγομαι) ή (συγγενές προς το ῥοχθέω), πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για καρδιά, πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για θάλασσα, διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την παραλία, σηκώνει κύμα, σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. ὀρεχθῆν).

Russian (Dvoretsky)

ὀρεχθέω:
1) реветь (βόες ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Hom.): θάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον ὀρεχθεῖν Theocr. пусть ревет море, (разбиваясь) о берег;
2) трепетать, дрожать: πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Arph. можете себе представить, как затрепетало (от негодования) мое сердце?

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: expressive ep. poet. verb of unclear meaning, in Hom. of βόες σφαζόμενοι (Ψ 30), of old usu. explained as to rattle, in Theoc. of the sea (θάλασσαν ... ὀρεχθεῖν 11, 43) to roar, to surge, but in Ar. (Nu. 1368), A R. (1, 275), Opp. (H. 2, 583) of the heart (καρδία, κέαρ), also of θυμός (A. R. 2, 49); after this in Nic. (Al. 340) of the κύστις and, quite obscure, in the tragedian Aristias (6; Va) of πέδον.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The acoustic notion, in Theoc. undeniable, in Hom. very obvious, is at the other positions (Aristias can better be forgotten) impossible. The here except for Nic. required rendering through be in convulsions, rattle, tremble fits indeed as well as ruckle for Ψ 30. A uniform meaning could be reconstructed, if one may take Theoc. 11, 43 as an instance of the traditional but false interpretation of Ψ 30. -- Also etymologically unclear. The very old connection with ῥοχθέω rauschen, brausen is formally difficult, and does not explain all places, the also old connection with ὀρέγω (with θ-enlargement [Schwyzer 703], evtl. through a θ-perf. *ὤρεχ-θα [Risch $ 111 a]) is semantically rather meaningless.

Middle Liddell

ὀρεχθέω, only in pres. and epic imperf. ὀρέχθεον]
either to stretch oneself or struggle in the throes of death (from ὀρέγομαἰ, or (akin to ῥοχθέὠ, to gasp in the death-ruckle, Il.; of the heart, to palpitate, Ar.; of the sea, to stretch itself, i. e. roll up, to the beach, Theocr. (in doric inf. ὀρεχθῆν).

Frisk Etymology German

ὀρεχθέω: {orekhthéō}
Grammar: v.
Meaning: expressives ep. poet. Verb unklarer Bed., bei Hom. von βόες σφαζόμενοι (Ψ 30), seit alters gewöhnlich als röcheln erklärt, bei Theok. vom Meer (θάλασσαν ... ὀρεχθεῖν 11, 43) anbrausen, branden, aber bei Ar. (Nu. 1368), A R. (1, 275), Opp. (H. 2, 583) vom zuckenden Herz (καρδία, κέαρ), ähnlich von θυμός (A. R. 2, 49); danach bei Nik. (Al. 340) von der κύστις und, ganz dunkel, beim Tragiker Aristias (6; Va) von πέδον.
Etymology : Die akustische Bed., bei Theok. unverkennbar, bei Hom. sehr naheliegend, ist an den übrigen Stellen (von Aristias wird besser abgesehen) nicht möglich. Die hier bis auf Nik. erforderte Wiedergabe durch zucken, zittern, beben paßt tatsächlich auch ebenso gut wie röcheln für Ψ 30. Eine einheitliche Bed. ließe sich somit wiederherstellen, wenn man Theok. 11, 43 als einen Niederschlag der herkömmlichen aber falschen Interpretation von Ψ 30 betrachten dürfte. — Auch etymologisch undurchsichtig. Die uralte Anknüpfung an ῥοχθέω rauschen, brausen ist formal schwierig, erklärt außerdem bei weitem nicht alle Stellen, die ebenfalls alte Verbindung mit ὀρέγω (mit θ-Erweiterung [Schwyzer 703], evtl. über ein θ-Perf. *ὤρεχθα [Risch ̨ 111 a]) semantisch ziemlich nichtssagend.
Page 2,414-415