κατεφάλλομαι

From LSJ
Revision as of 08:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφάλλομαι Medium diacritics: κατεφάλλομαι Low diacritics: κατεφάλλομαι Capitals: ΚΑΤΕΦΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katephállomai Transliteration B: katephallomai Transliteration C: katefallomai Beta Code: katefa/llomai

English (LSJ)

   A leap down against, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94 (where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon, κῦμα… νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down, οὐρανόθεν Nonn. D.48.614; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.

German (Pape)

[Seite 1399] (s. ἅλλομαι), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον κῦμα Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. καταπάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεφάλλομαι: ἀποθ., ἐπιπηδῶ ἐναντίον τινός, ἐφορμῶ, κατεπάλμενος (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

f. κατεφαλοῦμαι, ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync. κατέπαλτο, part. sync. κατεπάλμενος;
s’élancer d’en haut ; sauter à bas de.
Étymologie: κατά, ἐφάλλομαι.

English (Autenrieth)

only aor. part., κατεπάλμενος, springing down to the attack, Il. 11.94†.

Greek Monolingual

κατεφάλλομαι (Α)
1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου
2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)
3. πηδώ από κάπουοὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»].

Greek Monotonic

κατεφάλλομαι: αποθ.,
I. πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, κατεπάλμενος (συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. για το κατ-έπαλτο, βλ. καταπάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατεφάλλομαι: (fut. κατεφαλοῦμαι, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέπαλτο - см. тж. καταπάλλομαι - эп. part. κατεπάλμενος) соскакивать, спрыгивать (ἐξ ἵππων κατεπάλμενος Hom.): πέτρης ἐκ δισσῆς κατεπάλμενον ὕδωρ Anth. вода, низвергающаяся с двувершинной скалы; οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο Hom. (Афина) спорхнула с небес.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφάλλομαι naar beneden springen:. ἐξ ἵππων κατεπάλμενος van zijn wagen afgesprongen Il. 11.94.

Middle Liddell


I. Dep. to spring down upon, rush upon, κατεπάλμενος (aor2 part. syncop.) Il., Anth.
II. for κατ-έπαλτο, v. καταπάλλω.