Σκύλλα

From LSJ
Revision as of 14:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκύλλᾰ Medium diacritics: Σκύλλα Low diacritics: Σκύλλα Capitals: ΣΚΥΛΛΑ
Transliteration A: Skýlla Transliteration B: Skylla Transliteration C: Skylla Beta Code: *sku/lla

English (LSJ)

ης, ἡ, A.Ag.1233, Ep. Σκύλλη, Scylla, Od.12.85, al., cf. A. l.c., etc.; Σκύλλαν αὐλεῖν, in allusion to a composition bearing that name, Arist.Po.1461b32;    A ταῖς λεγομέναις Ἐχίδναις καὶ Σκύλλαις Plu. Crass.32 (as v.l. for σκυτάλαις). (Derivation fr. σκύλαξ (prob. erroneous) is implied in Od.12.86.)

Greek (Liddell-Scott)

Σκύλλᾰ: -ης, -ἡ, Ὀδ. Μ. 235· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. Σκύλλη, θυγάτηρ τῆς Κραταίϊδος, τέρας ὑλακτοῦν ὡς κύων, ἔχων δὲ δώδεκα βραχίονας καὶ ἓξ αὐχένας καὶ κατοικοῦν ἐν σπηλαίῳ κατὰ τὰ μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας στενά, Ὀδ. Μ. 85 κἑξ., 108, 230, 245· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, κτλ.· - ὁ μῦθος οὗτος μετὰ ταῦτα πολλαχῶς μετεβλήθη, ἴδε Dict. of Biogr. ἐν λέξ.· - Σκύλλαν αὐλεῖν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς δρᾶμά τι φέρον τὸ ὄνομα τοῦτο, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 3. (Ἐκ τοῦ σκύλλω, διότι αὕτη ἐσπάραττε τὴν λείαν αὐτῆς καὶ ὑλάκτει ὡς σκύλαξ, Ὀδ. Μ. 86, 96. 245).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Scylla, monstre marin près de détroit de Sicile (v. Χάρυβδις).
Étymologie: cf. σκύλλω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και επικ. τ. Σκύλλη, Α
1. μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, που, μαζί με τη Χάρυβδη, συμβόλιζε τις ταραχές της μανιασμένης θάλασσας και συνέτριβε τα πλοία στους βράχους ή τά καταπόντιζε στις φοβερές δίνες της και το οποίο, σύμφωνα με την περιγραφή του Ομήρου, είχε δώδεκα πόδια, έξι κεφάλια με τη μορφή σκύλου και τρεις σειρές δόντια στο καθένα, κατοικούσε σε ένα σπήλαιο κάπου στα στενά μεταξύ Ιταλίας και Σικελίας, στον πορθμό της Μεσσήνης, όπου κρυβόταν κατά το ήμισυ, και αποτελούσε τον τρόμο τών διερχόμενων πλοίων και ναυτικών
2. μυθ. κόρη του βασιλιά τών Μεγάρων Νίσου, η οποία πρόδωσε τον πατέρα της και παρέδωσε την πατρίδα της στον βασιλιά της Κνωσού Μίνωα, που τήν πολιορκούσε, επειδή τον ερωτεύθηκε
νεοελλ.
φρ. «από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη» — από ένα κακό σε άλλο χειρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Σκύλλα (< σκύλ-ja) έχει συσχετιστεί, ήδη από τους Αρχαίους, με την οικογένεια του σκύλαξ].

Greek Monotonic

Σκύλλᾰ: και Σκύλλη, -ης, ἡ (σκύλλω), Σκύλλα, μυθικό τέρας που δάγκωνε σαν σκύλος και κατοικούσε σε μια σπηλιά στα Στενά της Σικελίας· κατασπάραζε ανυποψίαστους ναυτικούς, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

Σκύλλα: эп. тж. Σκύλλη ἡ Скилла
1) дочь Кратаида, шестиголовое лающее чудовище, обитавшее в приморской скале против другого чудовища, Харибды, и пожиравшее проплывавших мимо мореходов Hom., Aesch., Eur., Xen.;
2) дочь мегарского царя Ниса предавшая отца из любви к Миносу, но самим Миносом брошенная за это в море Luc.

Middle Liddell

σκύλλω
Scylla, a monster barking like a dog, who inhabited a cavern in the Straits, of Sicily, and rent unwary mariners, Od.