μεταγωγή
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
ἡ,
A removal, transference, τῆς ὕλης Sor.2.42; τινὸς εἰς Αἴγυπτον Aristeas 23, J.AJ12.2.3.
2 change, transfer, εἰς τοὐναντίον Phld.Lib.p.11 O.; ἐκ… εἰς… D.H.Th.48; wheeling, manoeuvring, Ascl.,Tact.7.5 (pl.): Rhet., transposition, rearrangement, πραγμάτων μεταγωγαί D.H.Is.15.
German (Pape)
[Seite 146] ἡ, das Weg- u. Anderswohinführen, Verändern, τῶν πραγμάτων, D. Hal. iud. Is. 15.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγωγή: ἡ, τὸ μετάγειν εἰς ἄλλον τόπον, τὴν εἰς Αἴγυπτον αὐτῶν μεταγωγὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 3. 2) μεταβολή, μεταφορά, ἐκ... εἰς... Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 48· - παρὰ τοῖς Ρήτ., μετατεθειμένη διήγησις, πραγμάτων Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου. 15.
Greek Monolingual
η (Α μεταγωγή) μετάγω
μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση
νεοελλ.
1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές
2. το σύνολο τών χειρισμών που απαιτούνται για την αντικατάσταση ενός τηλεπικοινωνιακού μηχανήματος από ένα άλλο όμοιό του
3. (ηλεκτρολ.) μετατροπή της συνδεσμολογίας και, κατά συνέπεια, της λειτουργικότητας, ενός ή περισσότερων ηλεκτρικών κυκλωμάτων με την αποκατάσταση ή τη διακοπή κάποιων επαφών τους
4. βιολ. μηχανισμός γονιδιακού συνδυασμού στα βακτήρια, κατά τον οποίο τμήματα χρωματοσώματος ενός βακτηρίου μεταφέρονται σε άλλο, αφού πρώτα προσκολληθούν στο χρωματόσωμα ενός βακτηριοφάγου
5. μεταφορά υπό συνοδεία φρουρών από τόπο σε τόπο ενός προσώπου που βρίσκεται υπό κράτηση
6. φρ. «τμήμα μεταγωγών
αστυνομικό κατάστημα στο οποίο προσάγονται προσωρινά οι κρατούμενοι προκειμένου να μεταφερθούν από έναν χώρο ή τόπο κράτησης σε άλλο ή κατά τη μεταφορά τους από τις φυλακές στο δικαστήριο και αντιστρόφως
αρχ.
1. μεταβολή, μετάβαση
2. φρ. «μεταγωγαί πραγμάτων
(ρητ.) ρητορικός τρόπος κατά τον τρόπο κατά τον οποίο ένα πράγμα εξετάζεται και διασαφηνίζεται από διάφορες απόψεις.