πινάκιον
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
τό, Dim. of πίναξ, A small tablet on which the δικασταί wrote their verdict, πινάκιον τιμητικόν Ar.V.167, cf. Arist.Pol.1268a2; εὶς πινάκιον γράφειν Pl.Lg.753c; also used in drawing lots for offices, D.39.12; πινάκιον πύξινον, given to dicasts as badge of office, Arist.Ath.63.4. 2 notice board on which laws, decrees, etc. were written, Ar.Av.450, Plu.Per.30, etc.; ἐν πινακίῳ λελευκωμένῳ IG22.1237.62, cf. 12.66.31; also for notices of charges against officials, Arist.Ath.48.4, cf. D.8.28, PHal.1.225 (iii B. C.); ἀναγράψαντες ἐμ π. τὸ μέτρον τοῦ καρποῦ IG12.76.27. 3 tablets, memorandum book, τά τε πινάκια καὶ τὰ γραμματεῖα ib.91.11; πινάκιον ὀνειροκριτικόν Plu.Arist.27. 4 votive tablet, IG22.1388.57. II tablet for painting upon, τὰ τῶν ζωγράφων π. Thphr. HP3.9.7, cf. Inscr.Délos 290.100 (p.191, iii B.C.), Luc.Im.17. b small or bad picture, Isoc.15.2. 2 small plate or dish, Arr.Epict. 1.19.4, 2.22.31; πινάκιον ἀργυροῦν BGU387ii10, etc. 3 astronomical table, πινάκιον ἀστρολογικόν ib.1674.8 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 616] τό, = πινακίδιον; εἰς πινάκιον γράψαντα, Plat. Legg. VI, 753 c; Täfelchen zum Abstimmen bei Gericht, Ar. Vesp. 167; Dem. 39, 12; vgl. Arist. pol. 2, 6; Luc. Nigr. 2, öfter; auch kleines, oder schlechtes Gemälde, Isocr. 15, 2; Luc. im. 17.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίναξ. μικρὸς πίναξ, 1) ἐφ’ οὗ οἱ δικασταὶ ἔγραφον τὴν ἀπόφασίν των, Λατ. tabella (condemnatoria ἤτοι absolutoria), π. τιμητικὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 167, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 5. 2) ἐφ’ οὗ ἦτο γεγραμμένος νόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 450, Πλουτ. Περικλ. 30, κτλ. 3) ἐφ’ οὗ ἐγράφετο ἡ καταγγελία ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας Δημ. 96· ἐν τέλει. 4) ἐφ’ οὗ ἦσαν γεγραμμένοι οἱ κανόνες οὓς ὤφειλον νὰ ἀκολουθῶσιν οἱ δικασταί, Δημ. 998. 4, Φώτ. 5) κατάστιχον, βιβλίον σημειώσεων, εἰς π. γράφειν Πλάτ. Νόμ. 753C· π. τε καὶ γραμματεῖα Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 11· π. ὀνειροκριτικὸν Πλουτ. Ἀριστείδ. 27. 6) ἐπιγραφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 350Β. 7. ΙΙ. πινακὶς πρὸς ζωγραφίαν, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 9, 7, Λουκ. π. Εἰκ. 17· ― μικρὰ ἢ κακῶς ἐζωγραφημένη εἰκών, Ἰσοκρ. 310Β. 2) ὡς καὶ νῦν, πινάκι, «πιάτο», Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 4., 2. 22. 31.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 tablette pour écrire;
2 petit tableau servant d’affiche;
3 placet, particul. plainte dans l’ εἰσαγγελία;
4 petit tableau.
Étymologie: dim. de πίναξ.
Greek Monotonic
πῐνάκιον: τό, υποκορ. του πίναξ.
I. μικρός πίνακας, πλακίδιο, πάνω στο οποίο οι δικασταί έγραφαν την ετυμηγορία τους, πινάκιον τιμητικόν, Λατ. tabela damnatoria, σε Αριστοφ.· πάνω στο οποίο ήταν γραμμένοι οι νόμοι, στον ίδ.· πάνω στο οποίο γραφόταν η καταγγελία σε περίπτωση εἰσαγγελίας, σε Δημ.· πάνω στο οποίο γράφονταν οι νόμοι που είχαν χρέος να ακολουθούν οι δικασταί, στον ίδ.· πλακίδιο, βιβλίο για σημειώσεις, σε Πλάτ.
II. πίνακας για ζωγραφική, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πῐνάκιον: (ᾰ) τό1) дощечка, табличка для пометок (εἰς π. γράφειν Plat.), с прошением о пересмотре дела Dem., с записью закона Arph. или для подачи судейского голоса (π. τιμητικόν Arph.);
2) небольшая картина, картинка Isocr., Luc.;
3) (плоское) блюдо или поднос NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινάκιον -ου, τό, demin. van πίναξ, plankje schrijfplankje, schrijftafeltje:; πινάκιον τιμητικόν strafplankje (plankje met ‘schuldig’ of ‘onschuldig’ erop) Aristoph. Ve. 167; πινάκιον... τῶν ἀπὸ γεωμετρίας σχημάτων καταγεγραμμένον een tablet beschreven met wiskundige figuren Luc. 8.2; mededelingenbord (voor besluiten en wetten):; σκοπεῖν δ ’ ὅ τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῖς πινακίοις alles wat wij op de mededelingenborden zullen publiceren, in de gaten houden Aristoph. Av. 450; boekje:. ἐκ πινακίου τινὸς ὀνειροκριτικοῦ uit een of ander droomboekje Plut. Arist. 27.4. paneeltje (om te beschilderen):. ἐκείνη... ἐν μικρῷ πινακίῳ ἐγέγραπτο zij (Aspasia) was op een klein paneeltje geschilderd Luc. 43.17.
Middle Liddell
πῐνάκιον, ου, τό, [Dim. of πίναξ
I. a small tablet, on which the δικασταί wrote their verdict, π. τιμητικόν, Lat. tabella damnatoria, Ar.;—on which a law was written, Ar.; —on which the information in case of εἰσαγγελία was written, Dem.;—on which the rules for the δικασταί were written, Dem.:— tablets, a memorandum book, Plat.
II. a tablet for painting upon, Luc.