ἄκουρος

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκουρος Medium diacritics: ἄκουρος Low diacritics: άκουρος Capitals: ΑΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ákouros Transliteration B: akouros Transliteration C: akouros Beta Code: a)/kouros

English (LSJ)

ον, (κοῦρος) A childless, without male heir, Od.7.64. II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.

German (Pape)

[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.

English (Autenrieth)

(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64. • DMic.: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitado de la barba ὑπήνη Ar.V.476
no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.

Greek Monotonic

ἄκουρος: -ον (κοῦρος Ιων. αντί κόρος),
I. αυτός που δεν έχει αρσενικό διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.
II. (κουρά), αξύριστος, ακούρευτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουρος: не имеющий сыновей Hom.
нестриженный (ὑπήνη Arph.).

Middle Liddell

κοῦρος ionic for κόρος
I. without male heir, Od.
II. (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.