εὐφορία
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ἡ, A power of enduring easily, Hp.Fract.35; contentment, Phld.Lib.p.17 O. 2 sense of well-being in disease, τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6. II fertility, Ph.2.57, al.: in pl., γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24; ἐλαίου IG22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.). III grace of movement, in dancing, Poll.4.97.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορία: ἡ, ἡ δύναμις τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἄφθονος παραγωγή, εὐφορία καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. δεξιότης, ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν Πολυδ. Δ΄, 97.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 force de porter ou supporter;
2 fertilité, fécondité, abondance.
Étymologie: εὔφορος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφορία) εύφορος
1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά
2. το συναίσθημα της ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία
νεοελλ.
ιατρ. έντονο αίσθημα ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή βελτίωση κατά τη διαδρομή μιας νόσου ή να αποτελεί κατάσταση διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα είτε υπό την επίδραση ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών
αρχ.
1. η ικανότητα να υπομένει κανείς εύκολα, η αντοχή
2. ικανοποίηση, ευχαρίστηση
3. αφθονία, πληθώρα
4. γονιμότητα («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)
5. περίοδος παραγωγικότητας
6. επιδεξιότητα κινήσεων, χορευτική χάρη.
Russian (Dvoretsky)
εὐφορία: ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.