μολοβρός

From LSJ
Revision as of 17:40, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολοβρός Medium diacritics: μολοβρός Low diacritics: μολοβρός Capitals: ΜΟΛΟΒΡΟΣ
Transliteration A: molobrós Transliteration B: molobros Transliteration C: molovros Beta Code: molobro/s

English (LSJ)

ὁ, greedy fellow, applied to a beggar, Od. 17.219, 18.26, cf. Lyc. 775; also as Adj., μολοβρὴ κεφαλή the head of a plant that rests upon the ground, Nic. Th. 662 (variously expld. by Sch. Od. and Sch. Nic.).

German (Pape)

[Seite 199] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

μολοβρός: ὁ, ὁ ἀκόρεστος τροφῆς, λαίμαργος ἄνθρωπος, γαστρίμαργος, ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ ῥίζα, ταπεινή, μόλις αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. (Κατὰ τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις μολόβριον, μολοβρίτης προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ ῥίζα εἶναι (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μέλας, μολύνω, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία αὐτοῦ θὰ εἶναι, μέλας ἢ ῥυπαρὸς χοῖρος).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gourmand ; parasite.
Étymologie: DELG étym. obscure ; DELG suppl. *μόλος (cf. skr. málam « boue ») et *gwerh3 « manger » : « qui mange des ordures », terme injurieux.

English (Autenrieth)

glutton, gormandizer, Od. 17.219 and Od. 18.26.

Greek Monolingual

μολοβρός, ὁ (Α)
1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος
2. ως επίθ. μολοβρός, -ή, -όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» — η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που μόλις αναπτύσσεται, μόλις προβάλλει από το έδαφος, Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως παρωνύμιο σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. < μέλας, μολύνω + ὄβρια, ὀβρίκαλα «βλαστάρι» (πρβλ. μολεύω) + βορά, οπότε θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή morogoro ως ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

μολοβρός: ὁ, λαίμαργος τύπος, αχόρταγος άνθρωπος, λέγεται για ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μολοβρός:μολύνω + βιβρώσκω или ὄβρια бран. грязный обжора Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: scornful or ignominious qualification, by the goat-herd Melanthos and the beggar Iros referred to the unknown Odysseus (ρ 219, σ 26; after this Lyc. 775); also of the head (κεφαλή) of a plant in unknown meaning (Nic. Th. 662).
Dialectal forms: Myc. moroqoro \/mologʷros\/
Derivatives: μολόβρ-ιον n. the young of a swine (Ael.), -ίτης ὗς ds. (Hippon.). -- PN Μόλοβρος m. (Th. 4, 8, 9; Lacon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular word, because of the uncertain meaning hard to assess. Several proposals of doubtful value from old and new times: ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (sch. Lyc. 775); from μέλας, μολύνω and τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα the young of animals (Curtius 370); to βλιβρόν λαγρόν H. and βλάβη (Fick BB 28, 97; agreeing Bechtel Lex. s.v. and Hist. Personennamen 502); from *μολός runner, shoot (cf. μολεύω) and βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. also Reynen Herm. 85, 142 w. n. 2. - Neumann HS 105(1992) 75-80 derives it form *μολος, Skt. málam dirt (from *melo- or *molHo-) and the root *gʷrh₃- eat in βιβρώσκω; but -*gʷr̥Ho- would have given *-βαρο-. Rather a Pre-Greek word.

Middle Liddell

μολοβρός, οῦ, ὁ,
a greedy fellow, applied to a beggar, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

μολοβρός: {molobrós}
Grammar: m.
Meaning: höhnische od. schimpfliche Benennung, vom Ziegenhirten Melanthos und vom Bettler Iros auf den nicht erkannten Odysseus bezogen (ρ 219, σ26; danach Lyk. 775); auch vom Kopf (κεφαλή) einer Pflanze in unklarer Bed. (Nik. Th. 662).
Derivative: Davon μολόβριον n. das Junge eines Wildschweins (Ael.), -ίτης ὗς ib. (Hippon.). — PN Μόλοβρος m. (Th. 4,8,9; lakon.).
Etymology : Volkstümliches Wort, schon wegen der unsicheren Grundbedeutung schwierig zu beurteilen. Mehrere Vorschläge von zweifelhaftem Wert aus alter und neuer Zeit : ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (Sch. Lyk. 775); von μέλας, μολύνω und τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα die Jungen von Tieren (Curtius 370); zu βλιβρόν· λαγρόν H. und βλάβη (Fick BB 28, 97; zustimmend Bechtel Lex. s.v. und Hist. Personennamen 502); von *μολός Ausläufer, Wurzelschößling (vgl. μολεύω) und βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. noch Reynen Herm. 85, 142 m.A.2.
Page 2,250-251