πύρινος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, (πῦρ) A of fire, fiery, σῶμα Arist.de An.435a12, cf. GC326a31; εἰ . . ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ π. Id.Metaph.1049a26; ἄστρα Id.Cael.289a16; δοκίς D.S.15.50; θώρακες Apoc.9.17; π. κλῇθρα PMag.Par.1.589; π. νύμφαι hot springs, AP14.52; π. φάρμακον fiery drug, prob. arsenic, Maria ap.Zos.Alch.p.201 B. II metaph., π. πόλεμος bitter, obstinate war, Plb.35.1.6, D.S.31.40. 2 π. ἀσπαστικόν fiery greeting, PMag.Par.1.638.
πύρῐνος [ῡ], η, ον, (πῡρός) A of wheat, wheaten, <στάχυς> E.Fr.373; prob. for πυρίμου ib.350; ἄρτοι X.An.4.5.31; σῖτος PEleph.5.26 (iii B.C.), Babr.26.2; πτισάνη Arist.Pr.863a35; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, Dsc.3.102; γράστις PSI3.351.7 (iii B.C.), Hippiatr. 68; ἡ πυρίνη, name of a plaster containing bread, Paul.Aeg.7.17.15.
German (Pape)
[Seite 822] wie πύριμος u. πυράμινος, vom Weizen; Posidon. bei Ath. IV, 152 c; Xen. An. 4, 5, 31; vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 45; ἄχνη, Babr. 117, 7. vom Feuer; σῶμα, Arist. de an. 3, 13; Plut. Lys. 12 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, (πῦρ) ὁ ἐκ πυρός, πυρώδης, σῶμα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 13, 1, πρβλ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 19· εἰ... ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ πύρινος ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 5· ἄστρα π. Οὐρ. 2. 7, 1· π. νύμφαι, θερμαὶ πηγαί, Ἀνθ. Π. 14: 52.
French (Bailly abrégé)
1η, ον :
de feu, enflammé, ardent.
Étymologie: πῦρ.
2η, ον :
de blé, de froment.
Étymologie: πυρός².
Spanish
hecho de fuego, relativo al fuego
English (Strong)
from πυρά; fiery, i.e. (by implication) flaming: of fire.
English (Thayer)
πυρινη, πυρινον (πῦρ), fiery: θώρακες πυρίνους, i. e. shining like fire, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο / πύρινος, -η, -ον, ΝΜΑ πῡρ
αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον
το φυτό πύρεθρο
2. φρ. α) «πύρινον φάρμακον»
πιθ. το αρσενικό
β) «πύριναι νύμφαι» — ονομασία τών θερμών πηγών
γ) «πύρινος πόλεμος»
μτφ. άγριος, σκληρός, πεισματώδης πόλεμος
δ) «πύρινον ἀσπαστικὸν» — θερμότατος χαιρετισμός.
(II)
-ίνη, -ον, ΜΑ πυρός
1. αυτός που αποτελείται από σιτάρι, ο σιταρένιος («σὺν πολλοῖς ἄρτοις... πυρίνοις», Ξεν.)
2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ πυρίνη
ονομασία εμπλάστρου το οποίο περιέχει άρτο.
Greek Monotonic
πύρῐνος: [ῠ], -η, -ον (πῦρ), αυτός που προέρχεται από τη φωτιά, πυρώδης, καυτός, σε Ανθ.
• πύρῐνος: [ῡ], -η, -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από σιτάρι, σιταρένιος, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πύρῐνος: (ῠ) πῦρ
1) огненный (ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT);
2) горячий: πύριναι νύμφαι Anth. горячие источники.
(ῡ) πυρός II] пшеничный (στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.).
Middle Liddell
πύ¯ρῐνος, η, ον [πῡρός]
of wheat, wheaten, Xen., etc.
πῠ́ρῐνος, η, ον [πῦρ]
of fire, fiery, hot, Anth.
Chinese
原文音譯:pÚrinoj 匹里挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:火的
字義溯源:如火的,燃燒的,火紅色的;源自(πυρά)=燃火),而 (πυρά)出自(πῦρ)*=火)。參讀 (πῦρ)同源字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 如火(1) 啓9:17