σίτησις
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
εως, ἡ, A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι = for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17; σίτησις καὶ δίαιτα Pl.R.404d; σίτησις ἐν Πρυτανείῳ = public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra.764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap.37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs., σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq.574; γέρα . . δίδοται . . σ. Timocl.8.18: pl., D.20.107. II food, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Hdt. 3.23, cf. Thphr.HP8.4.3.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.
Greek (Liddell-Scott)
σίτησις: -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς φαγητόν, πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ πρᾶσις, Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ δίαιτα Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― οὕτως, ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, σιτίον ΙΙ. 3. ΙΙ. τροφή, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de nourrir, d’où
1 action de se nourrir, alimentation, nourriture;
2 entretien aux frais de l’État dans le Prytanée;
II. ce qui sert à nourrir, nourriture.
Étymologie: σιτέομαι.
Greek Monotonic
σίτησις: -εως, ἡ (σῑτέω),
I. παροχή τροφής, σιτισμός, τροφοδότηση· ἐπὶ σιτήσει, για οικιακή κατανάλωση, σε Ηρόδ.· σίτησις ἐν Πρυτανείῳ, διατροφή με δημόσια έξοδα στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φαγητό, τροφή, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίτησις -εως, ἡ [σιτέομαι] spijziging, voeding, het op voedsel onthalen:. οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον zij zaaien het koren niet voor voeding Hdt. 4.17.2; ἐν πρυτανεὶῳ σ. spijziging in het prytaneion Aristoph. Ran. 764. voedsel:. σίτησιν δὲ εἶναι κρέα ἑφθά hun voedsel was gekookt vlees Hdt. 3.23.1.
Russian (Dvoretsky)
σίτησις: εως (ῑ) ἡ
1) кормление, питание (σ. καὶ δίαιτα Plat.): ἐπὶ σιτήσῑ (= σιτήσει) σπείρειν τὸν σῖτον Her. сеять хлеб для собственного потребления;
2) даровое питание (на счет государства): σ. ἐν πρυτανείῳ Arph., Plat. (даровое) питание в пританее; σίτησιν αἰτεῖν Arph. ходатайствовать о питании (на государственный счет);
3) пища, еда: σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Her. (царь эфиопов ответил, что им) пищей служит вареное мясо.
Middle Liddell
σίτησις, εως, [σῑτέω]
I. an eating, feeding, ἐπὶ σιτήσει for home consumption, Hdt.; ς. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar., Plat.
II. food, Hdt.