μαρμάρεος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
α, ον, A flashing, gleaming, especially of metals, αἰγίς, ἄντυξ, Il.17.594, 18.480; πύλαι Hes.Th.811; ἅλα μαρμαρέην the twinkling sea, Il.14.273; αὐγαὶ μ. Ar.Nu.287 (lyr.); ἄστρα Orph.Fr.168.13. II of marble, λίθος IG7.2544 (Thebes); στήλη ib.14.1603; δόμος AP6.123 (Anyt.), cf. PRyl.227.16 (iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
brillant, rayonnant, resplendissant.
Étymologie: μαρμαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον, (μαρμαίρω) ἀπαστράπτων, λάμπων, σπινθηροβολῶν, ἀκτινοβολῶν, ἰδίως ἐπὶ μετάλλων, αἰγίς, ἄντυξ Ἰλ. Ρ. 594., Σ. 480· πύλαι Ἡσ. Θ. 811· ὡσαύτως ἃλς μαρμαρέη, ἡ σπινθηροβολοῦσα θάλασσα, Ἰλ. Ξ. 273· αὐγαὶ μ. Ἀριστοφ. Νεφ. 287· ἄστρα Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 23. ΙΙ. ἐκ μαρμάρου, μαρμάρινος, λίθος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 502. 1· στήλη αὐτόθι 625· δόμος Ἀνθ. Π. 6. 123.
English (Autenrieth)
flashing, glittering. (Il.)
Greek Monolingual
(I)
μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, -α, -ον (Α)
ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. -εος (πρβλ. αργύρ-εος πορφύρ-εος)].
(II)
μαρμάρεος, αιολ. τ. μαρμάριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος («μαρμαρέα στήλη», Επιγρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαρμάριος μαρμαράριος.
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μαρμάριος
προσωνυμία του Απόλλωνος στη Δήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος (πρβλ. αργύρ-εος)].
Greek Monotonic
μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον,
I. αυτός που λάμπει, σπινθηροβολεί, απαστράπτει, ακτινοβολεί, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· επίσης, ἃλς μαρμαρέη, απαστράπτουσα θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μαρμάρινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαρμάρεος: (ᾰρ) μαρμαίρω блистающий, сверкающий (αἰγίς, ἅλς Hom.; πύλαι Hes.; αὐγαί Arph.), по по друг. μάρμαρος II] мраморный (δόμος Anth.).
Middle Liddell
μαρμάρεος, [μᾰ]ος, η, ον [from μαρμαίρω
I. flashing, sparkling, glistening, gleaming, of metals, Il., Hes.; also, ἃλς μαρμαρέη the many-twinkling sea, Il.
II. of marble, Anth.