πολύφρων

From LSJ
Revision as of 16:47, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφρων Medium diacritics: πολύφρων Low diacritics: πολύφρων Capitals: ΠΟΛΥΦΡΩΝ
Transliteration A: polýphrōn Transliteration B: polyphrōn Transliteration C: polyfron Beta Code: polu/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) A ingenious, inventive, Il.18.108, al.; epithet of Odysseus, Od.14.424; of Hephaestus, Il.21.367, Od.8.297; ἄλοχος Q.S.1.727: Sup. -έστατος Euryph. ap. Stob.4.39.27. 2 embodying much thought, ἀτρέκεια Orac. ap. Dam.Pr.161.

German (Pape)

[Seite 676] ον, sehr verständig, klug, stets in gutem Sinne; Il. 18, 108; so heißt Hephästus, 21, 367 u. öfter, wie Odysseus, Od. 14, 424. 20, 239. – Auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ συνετός, πολὺ φρόνιμος, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, εὑρετικός, ὡς τὸ πολύμητις, Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent;
2 très ingénieux, industrieux, inventif.
Étymologie: πολύς, φρήν.

English (Autenrieth)

ονος: very sagacious.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πολύ συνετός, σώφρονας
μσν.
αυτός που περιέχει ή απαιτεί πολλή σκέψη ή φροντίδα για να γίνει
αρχ.
(ως προσωνύμιο του Ηφαίστου) ευφυής, επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φρων (< φρήν, φρενός, «πνεύμα, νους»), πρβλ. ά-φρων, εύ-φρων].

Greek Monotonic

πολύφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), πολύ συνετός, πολύ φρόνιμος, ευφυής, επινοητικός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφρων: 2, gen. ονος
1) весьма рассудительный, разумный (Ὀδυσσεύς Hom.);
2) остроумный, изобретательный (Ἣφαιστος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφρων -ον, gen. -ονος [πολύς, φρήν] zeer slim.

Middle Liddell

πολύ-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
much-thinking, thoughtful, ingenious, inventive, Hom.