μειόω

From LSJ
Revision as of 21:54, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειόω Medium diacritics: μειόω Low diacritics: μειόω Capitals: ΜΕΙΟΩ
Transliteration A: meióō Transliteration B: meioō Transliteration C: meioo Beta Code: meio/w

English (LSJ)

(μείων) A lessen, diminish, opp. αὔξω, Phld.Oec.p.21 J. (Pass.); μ. τὸ χωρίον Plb.9.20.3; μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν diminish the armour by the breast-pieces, D.H.4.16; μειούμενον φόρον PFay.26.15 (ii A. D.); moderate, τὴν ἄγαν κάθαρσιν X.Eq.5.9. 2 lessen in honour, degrade, τοὺς φίλους Id.HG3.4.9; τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλήν D.S.11.77. 3 lessen by word, disparage, τὰ τῶν πολεμίων X. Cyr.6.3.17, cf.Hier.2.17; αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh.1403a17. 4 shorten a syllable, D.H.Comp.11: generally, λέξεων κατὰ ποσότητα μεμειωμένων Hdn.Gr.2.909. II Pass., become smaller, decrease, in size, etc., σπλὴν ἐμειοῦτο Hp.Epid.1.26.γ, cf. Pl.Cra.409c; δελήνη μειουμένη Arist.Mu.399a7, cf. Ph.2.153, al. 2 become worse or weaker, μ. τὴν διάνοιαν X.Mem.4.8.1: c. gen., fall short of, τῶν… μεγάλα θυόντων ib.1.3.3; τῆς τοῦ σώματος ἰσχύος Id.Cyr.7.5.65.

German (Pape)

[Seite 116] kleiner machen, verringern, verkleinern, μηδὲν μείου τοῦ ἀληθοῦς τὰ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 6, 3, 17, stelle es nicht geringer dar; τὸ γεγενημένον, im Ggstz von μεγαλύνομαι, Hier. 2, 171 Ggstz von αὔξω, Pol. 9, 20, 3; D. Hal. 4, 16; häufiger im pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen, Plat. Crat. 409 c; Xen. Mem. 2, 7, 9; πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται, 4, 8, 1; οἱ οἶκοι μειοῦνται, Oec. 2, 15; τινός, nachstehen, Cyr. 7, 5, 65; Luc. merc. cond. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. au propre, diminuer, amoindrir, acc. ; Pass. fig. décliner, baisser ; avec un gén. être ou devenir inférieur à;
II. fig. 1 diminuer, amoindrir (en dignité, en considération, en importance);
2 diminuer, rabaisser (en parole).
Étymologie: μείων.

Greek (Liddell-Scott)

μειόω: (μείων) μεῖον ποιῶ, ἐλαττώνω, τὸ χωρίον Πολύβ. 9. 20, 3· μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν Διον. Ἁλ. 4. 16· - μετριάζω, τὴν ἄγαν κάθαρσιν Ξεν. Ἱππ. 5, 9. 2) ὑποβιβάζω, ἐξευτελίζω, ταπεινώνω, ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύγε τοὺς φίλους ἠπίστω ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 9· τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν Διόδ. 11. 77. 3) ἐλαττώνω διὰ λόγων, ὑποβιβάζω, παριστάνω τι μικρότερον τοῦ ὄντος, ἀντίθετ. τῷ μεγαλύνω, τὰ τῶν πολεμίων Ξεν. Κύρ. 6. 3, 11, πρβλ. Ἱέρωνα 2, 17· μειοῦν καὶ αὔξειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 4. 4) βραχύνω συλλαβήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. ΙΙ. Παθ., γίνομαι μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974, Πλάτ. Κρατ. 409C, καὶ Ξεν. 2) γίνομαι χειρότερος ἢ ἀσθενέστερος, μ. τὴν διάνοιαν Ἀπομν. 4. 8, 1· μετὰ γεν., ὑπολείπομαι, θυσίας δὲ θύων μικρὰς ἀπὸ μικρῶν οὐδὲν ἡγεῖτο μειοῦσθαι τῶν ἀπὸ πολλῶν κτλ. ὁ αὐτ. 1. 3, 3, πρβλ. Κύρ. 7. 5, 65.

Greek Monotonic

μειόω: (μείων), μέλ. -ώσω,
I. 1. μειώνω, λιγοστεύω, μετριάζω, σε Ξεν.
2. μειώνω την εκτίμηση κάποιου, υποτιμώ, στον ίδ.
3. μειώνω (κάποιον) με τα λόγια μου, υποβιβάζω, απαξιώνω, στον ίδ.
II. Παθ., περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, γίνομαι πιο αδύναμος, στον ίδ.· με γεν., υπολείπομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μειόω:
1) уменьшать, убавлять (τὸ χωρίον Polyb.); pass. убавляться (σελήνη μειουμένη Arst.): τὴν διάνοιαν μειοῦσθαι Xen. слабеть разумом;
2) умерять, делать реже (τὴν ἄγαν κάθαρσιν Xen.);
3) преуменьшать, принижать (τὰ τῶν πολεμίων Xen.).

Middle Liddell

μειόω, fut. -ώσω μείων
I. to make smaller, to lessen, moderate, Xen.
2. to lessen in honour, degrade, Xen.
3. to lessen by word, extenuate, disparage, Xen.
II. Pass. to become worse or weaker, Xen.: c. gen. to fall short of, Xen.