ἀνειλέω
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
A roll up or crowd together, πολεμίους Philostr.VA2.11:— Pass., crowd or throng together, ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Th.7.81; αἱ μέλιτται . . αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Arist.HA627b12; of wind pent in the bowels, v.l. in Hp.Prog.11; πνεῦμα ἀνειλούμενον = the wind being rolled up Epicur.Ep.2p.46U.; of sound, Arist.Aud.804a20; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα is kept within bounds, Plu.2.503c. II unroll, ib.109d.
Spanish (DGE)
I 1rechazar πολεμίους Philostr.VA 2.11, en v. pas. ἀνειληθέντες ... ἔς τι χωρίον Th.7.81.
2 en v. med.-pas. concentrarse, reunirse μέλιτται Arist.HA 627b12, πνεῦμα Epicur.Ep.[3] 102
•ser constreñido o coartado (ἡ γλῶσσα) Plu.2.503c
•ser retenido de los gases intestinales, Hp.Coac.485.
II desenrollar αὐτό (γραμματείδιον) Plu.2.109d, ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου y lo desenrolló delante de mí LXX Ez.2.10
•en v. med. extenderse de un incendio, Longin.12.4.
German (Pape)
[Seite 220] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς χωρίον τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, γραμματίδιον Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειλέω: (ἴδε εἴλω), περικλείω, στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] ἰδεῖν ἐγγεγραμμένα τρία ταῦτα αὐτόθι 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε ἀνείλλω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 contraindre à se replier;
2 parcourir en revenant sur ses pas;
3 dérouler, développer;
Moy. ἀνειλέομαι, ἀνειλοῦμαι se dérouler.
Étymologie: ἀνά, εἱλέω.
Greek Monotonic
ἀνειλέω: μέλ. -ήσω, περικλείω, περιτυλίγω μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή συνωστίζομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνειλέω: и ἀνείλλω
1) оттеснять, pass. быть оттесняемым, запираемым (ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Thuc.): αἱ μέλιτται ἀνειλοῦνται Arst. пчелы сбиваются в кучу, т. е. роятся;
2) сгущаться, становиться густым (ἡ φωνὴ ἀνειλεῖται Arst.);
3) развертывать (γραμματίδιον Plut.): ἡ τοῦ λόγου διέξοδος ἀνειλλομένη Plat. развитие повествования, ход рассказа.
Middle Liddell
1. to roll up together:— Pass. to crowd or throng together, Thuc.
2. ἀνείλω, Pass. to shrink up or back, Plat.