προσκομίζω

From LSJ
Revision as of 16:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκομίζω Medium diacritics: προσκομίζω Low diacritics: προσκομίζω Capitals: ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proskomízō Transliteration B: proskomizō Transliteration C: proskomizo Beta Code: proskomi/zw

English (LSJ)

fut. -ιῶ Th.4.115:— carry or convey to a place, πρὸς Σύβοτα Id.1.50, cf. X.Cyr.7.3.4, Oec. 11.16; λίθους π., for building, D.55.20; π. τὴν μηχανήν bring up the engine to assault the wall, Th.4.115; τοῖς Ἀχαιοῖς π. τὴν πόλιν win it to their side, Plu.Arat.25; bring as a gift, τί τινι Ael.VH1.31:— Med., bring with one, bring home, Th.1.54; procure necessaries, X.Cyr.6.1.23:—Pass., of ships, to be brought to a place, Th.1.51, cf. X.HG5.1.19 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 770] hinzuführen, -tragen, -bringen; τὸν νεκρὸν ἐνθεμένη εἰς τὴν ἁρμάμαξαν προσκεκομικέναι ἐνθάδε πη, Xen. Cyr. 7, 3, 4; καρπόν, Oec. 11, 16. – Med. für sich einführen; Cyr. 6, 1, 23; Thuc. 1, 54; Plut. u. a. Sp..

Greek (Liddell-Scott)

προσκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κομίζω, φέρω εἴς τινα τόπον, πρὸς τόπον Θουκ. 1. 50, Ξεν. Κυν. 7. 3, 4· λίθους προσκ., πρὸς οἰκοδομήν, Δημ. 1277. 12· πρ. τὴν μηχανήν, φέρω πλησίον τὴν πολεμικὴν μηχανὴν ὅπως προσβάλω τὸ τεῖχος, Θουκ. 4. 115· τοῖς Ἀχαιοῖς πρ. τὴν πόλιν, φέρω αὐτὴν πρὸς τὸ μέρος τῶν Ἀχαιῶν, Πλουτ. Ἄρατ. 25· ― Μέσ., φέρω πρὸς ἐμαυτόν, φέρω πρὸς τὸν οἶκόν μου, Θουκ. 1. 54· φέρω ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, εἰσάγω, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. Οἰκ. 11, 16. ― Παθητ., ἐπὶ πλοίων, φέρομαι εἴς τινα τόπον, Θουκ. 1. 51, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19.

French (Bailly abrégé)

amener, apporter, transporter, acc.;
Moy. προσκομίζομαι amener ou transporter pour soi, acc. ; particul. importer chez soi.
Étymologie: πρός, κομίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ κομίζω
1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.)
2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο δικαστήριο» β. «προσκομίζουσι πάντα τὸν σύνδεσμον τῶν ἐπιστολῶν», Ηρωδιαν.)
3. εκκλ. τελώ την προσκομιδή
αρχ.
1. φέρνω σε έναν τόπο, μεταφέρω («ἁμαξιαίους λίθους προσκομίσας ἀνοικοδομεῑ», Δημοσθ.)
2. φέρνω από το εξωτερικό, εισάγω
3. καταβάλλω, καταθέτω («προσκόμισαι τὰ καθήκοντα τέλη», πάπ.)
5. απευθύνω λόγο
6. προσφέρω
7. μέσ. προσκομίζομαι
φέρνω προς τον εαυτό μου ή φέρνω προς το σπίτι μου
8. παθ. (για πλοίο) μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε έναν τόπο («αἱ εἴκοσι νῆες... προσκομισθεῑσαι κατέπλεον εἰς τὸ στρατόπεδον», Θουκ.).

Greek Monotonic

προσκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω ή κομίζω σε ένα μέρος, πρός τόπον, σε Θουκ., Ξεν.· προσκομίζω τὴν μηχανήν, φέρνω κοντά την πολεμική μηχανή για να προσβάλλω το τείχος, σε Θουκ. — Μέσ., φέρνω μαζί μου, φέρνω στο σπίτι μου, στο ίδ.· εισάγω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, οδηγούμαι σ' ένα μέρος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσκομίζω:
1) привозить, подвозить, доставлять (λίθους Dem.): προσκομίζεσθαί τι Thuc., Xen. привозить что-л. с собой или для себя; διὰ χειρῶν προσεκομίσθη ταῖς θύραις Plut. (Антоний) был на руках доставлен к входу;
2) склонять, присоединять, приобщать (τὴν πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Plut.): προσκομίζεσθαι κώπαις Xen. побуждать браться за весла.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κομίζω act. met acc. brengen (naar), overbrengen (naar); met bep. van richting; ᾗ ᾤοντο μάλιστα αὐτοὺς προσκομιεῖν τὴν μηχανήν waarop zij (de vijand), dachten zij, hun werktuig vooral zouden richten Thuc. 4.115.2; προσκεκομικέναι αὐτόν... πρὸς τὸν Πακτωλὸν ποταμόν dat zij hem naar de rivier de Paktolos heeft gebracht Xen. Cyr. 7.3.4; pass..; διὰ τῶν νεκρῶν καὶ ναυαγίων προσκομισθεῖσαι dwars tussen de lijken en wrakstukken door gestuurd Thuc. 1.51.4; overdr. doen overgaan naar, met dat.: τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίσαι τὴν πόλιν de stad zich bij de Achaeërs laten aansluiten Plut. Arat. 25.1. med. met acc. met zich meedragen, bergen:; ναυάγια πλεῖστα καὶ νεκροὺς προσκομίσασθαι de meeste wrakstukken en lijken geborgen hebben Thuc. 1.54.2; abs. zich bevoorraden. Xen. Cyr. 6.1.23.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to carry or convey to aplace, πρὸς τόπον Thuc., Xen.; πρ. τὴν μηχανήν to bring up the engine to assault the wall, Thuc.:—Mid. to bring with one, bring home, Thuc.: to import, Xen.:— Pass., of ships, to be brought to a place, Thuc.