πάρημαι

From LSJ
Revision as of 10:15, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρημαι Medium diacritics: πάρημαι Low diacritics: πάρημαι Capitals: ΠΑΡΗΜΑΙ
Transliteration A: párēmai Transliteration B: parēmai Transliteration C: parimai Beta Code: pa/rhmai

English (LSJ)

used as pf. Pass. of παρίζω, A to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by... Il.1.421,488; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη E.Supp.290; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, Od. 17.456: generally, dwell beside, σύεσσι π. 13.407. 2 abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.

German (Pape)

[Seite 520] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.

Greek (Liddell-Scott)

πάρημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ παρίζω, κάθημαι πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ καθόλου, κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) κάθημαι πλησίον, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ ἧπαρ τοῦ Τιτυοῦ, ἑκάτερθε παρημένῳ ἧπαρ ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ καθόλου, εἶμαι παρὼν ἢ πρόχειρος, Τ. 209.

French (Bailly abrégé)

inf. παρῆσθαι, impf. παρήμην;
être assis auprès de, τινι ; p. ext. rester auprès de, à côté de, τινι.
Étymologie: παρά, ἧμαι.

English (Autenrieth)

part. παρήμενος: sit down at or near, remain or dwell near, Od. 13.407; implying annoyance, Il. 9.311.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον
2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου
3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον
4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του παρέζομαι «κάθομαι κοντά σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (πρβλ. κάθ-ημαι)].

Greek Monotonic

πάρημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του παρίζω, κάθομαι δίπλα ή κοντά, παρακάθημαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ἀλλοτρίοισι παρήμενος, παρευρίσκομαι, διασκεδάζω με άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, κατοικώ μαζί, σύεσσι πάρημαι, στο ίδ.· απόλ., κάθομαι δίπλα ή κοντά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πάρημαι: (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)
1) сидеть возле, находиться рядом (νηυσί Hom.);
2) наседать, донимать: παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven.

Middle Liddell

properly perf. pass. of παρίζω
to be seated beside or by, c. dat., Il., Eur.; ἀλλοτρίοισι παρήμενος seated at other men's tables, Od.: generally, to dwell with, σύεσσι π. Od.:—absol. to sit beside or near, Hom.