συρράπτω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A sew or stitch together, δέρματα νεύρῳ βοός Hes.Op.544, cf. Hdt.2.86, 4.64, Sor.Fasc.46; τὴν ῥῖνα Hp.Morb.2.36; ῥῆγμα Archipp.38; [κοιλίαν], γαστέρα, IG42(1).122.18,33 (Epid., iv B.C.); σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων sew men's mouths up, i.e. stop their mouths, muzzle them, Pl.Euthd.303e; τὰς ἐπιθυμίας σ. ταῖς ἀπολαύσεσι bring appetites into connection with enjoyment, i.e. gratify them immediately, Plu.2.565d; σ. ῥήματα πρὸς ἕκαστα Them.Or.21.252d; σ. Βάκχον μηρῷ sew him up in... Nonn.D.7.152. II metaph., put together, compose, of a treatise, Phld.Ind.Sto.4 (Pass.); σ. τοιαῦτα form such machinations, dub. cj. for συνέγραψε in D.C.38.14.
French (Bailly abrégé)
coudre ensemble.
Étymologie: σύν, ῥάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
συρράπτω: μέλλ. –ψω, ῥάπτω ὁμοῦ, Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· οὕτως, Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ πρός τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, πλέκω τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ῥάπτω
1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.)
2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού»)
3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη από διάφορες πηγές («εἴ τις ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς συνερανίσαιτο ῥήματα καὶ ταῦτα συγκολλᾱν πειρῷτο ἀεὶ καὶ συρράπτειν πρὸς ἕκαστα», Θεμίστ.)
μσν.-αρχ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
φρ. α) «ξυρράπτω τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων» — αποστομώνω τους ανθρώπους (Πλάτ.)
β) «συρράπτω τὰς ἐπιθυμίας ταῖς ἀπολαύσεσι» — ικανοποιώ τις επιθυμίες μου αμέσως (Πλούτ.).
Greek Monotonic
συρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω μαζί, ράβω σφιχτά, Λατ. consuo, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συρράπτω:
1) сшивать (δέρματα νεύρῳ Hes.);
2) зашивать (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);
3) связывать, сочетать: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρράπτω [σύν, ῥάπτω] aan elkaar naaien;; δέρματα σ. νεύρῳ βοός huiden met een runderpees aan elkaar naaien Hes. Op. 544; overdr.. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων de mensen de mond snoeren Plat. Euthyd. 303e.
Middle Liddell
fut. ψω
to sew or stitch together, sew up, Lat. consuo, Hes., Hdt.