διαμορφόω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
give form to, shape, ψυχὴν πρὸς εἶδος Ph.2.368; δρῦν ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16:—Pass., διαμεμορφωμένος articulate, Id.2.722c, cf. Ath.Med. ap. Orib.22.9.4.
German (Pape)
[Seite 590] gestalten, δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, Plut. Rom. 17, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαμορφόω: δίδω μορφὴν εἴς τι, σχηματίζω, Πλούτ. 2. 722C, κλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner une forme, façonner.
Étymologie: διά, μορφόω.
Spanish (DGE)
1 dar forma, configurar τὴν ψυχὴν πρὸς δόκιμον εἶδος Ph.2.368, δρῦν ... ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16, γῆν ... ταῖς σαῖς χερσί Gr.Nyss.V.Macr.397.8, ἐκ γῆς μὲν αὐτῷ ... τὸ σῶμα Bas.Sel.Or.M.85.328A, ἡ φαντασία ... τὸ σχῆμα ἀφ' ἑαυτῆς Simp.in de An.214.9, cf. Syrian.in Metaph.140.2, Eustr.in APo.93.5, en v. pas. θᾶσσον διαμορφοῦται τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Ath.Med. en Orib.Inc.16.4, λέγει δὲ τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plu.2.1030e
•de la voz articular τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς ... διαμεμορφωμένον Plu.2.722c.
2 representar alegóricamente τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμβεβηκότα ... εἰς τύπον τῶν νοητῶν Cyr.Al.M.68.149C, ἐν εἴδει τῷ γυναικὸς ... τὴν ... ἀρετήν Cyr.Al.M.68.377B, cf. Thdt.Eran.225.
Russian (Dvoretsky)
διαμορφόω: придавать образ, формировать (δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, λέγει Πλάτων τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμορφόω [διάμορφος] omvormen:. δρῦν... διεμόρφωσεν ὥσπερ τρόπαιον hij vormde een boom om tot een overwinningsteken Plut. Rom. 16.4.