νουθεσία

From LSJ
Revision as of 05:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθεσία Medium diacritics: νουθεσία Low diacritics: νουθεσία Capitals: ΝΟΥΘΕΣΙΑ
Transliteration A: nouthesía Transliteration B: nouthesia Transliteration C: nouthesia Beta Code: nouqesi/a

English (LSJ)

Ion. νουθεσίη, ἡ, = νουθέτησις (admonition, warning), Ar.Ra.1009, Hp.Ep.17, AP 11.32 (Honest.), Plu.Lyc.25, Diog.Oen.33, Aret.CA1.2.

Greek (Liddell-Scott)

νουθεσία: ἡ, = νουθέτησις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1009, Πλουτ. Σόλων 25, κτλ.· - νουθετία ἐν Α. Β. 21 κ. Φωτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ Πλάτ. ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139. Ὁ δὲ τύπος νουθετεία εἶναι ἡμαρτημένος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'avertir, d'admonester.
Étymologie: cf. νουθετέω.

English (Strong)

from νοῦς and a derivative of τίθημι; calling attention to, i.e. (by implication) mild rebuke or warning: admonition.

English (Thayer)

νουθεσιας, ἡ (νουθετέω, which see); admonition, exhortation: κυρίου, such as belongs to the Lord (Christ) or proceeds from him, Winer's Grammar, 189 (178)). (Aristophanes ran. 1009; Diodorus 15,7; besides in Philo, Josephus, and other recent writings for νουθέτησις and νουθετια, forms more common in the earlier writings cf. Lob. ad Phryn., p. 512; (Winer's Grammar, 24).) (Cf. Trench, § xxxii.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) νουθετώ
συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα
μσν.
1. έλεγχος, επιτίμηση
2. διδασκαλία
3. καθοδήγηση.

Greek Monotonic

νουθεσία: ἡ, = νουθέτησις, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νουθεσία: ион. νουθεσίη ἡ Arph., Plut., Anth. = νουθέτησις.

Middle Liddell

νουθεσία, ἡ, = νουθέτησις, Ar.]

Chinese

原文音譯:nouqes⋯a 奴-帖西阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:心思-安置(著)
字義溯源:警戒,警告,教導,勸告;由(νοῦς)*=悟性)與(τίθημι)*=處所,設立)組成
出現次數:總共(3);林前(1);弗(1);多(1)
譯字彙編
1) 警戒(3) 林前10:11; 弗6:4; 多3:10