καλλίμορφος

From LSJ
Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίμορφος Medium diacritics: καλλίμορφος Low diacritics: καλλίμορφος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kallímorphos Transliteration B: kallimorphos Transliteration C: kallimorfos Beta Code: kalli/morfos

English (LSJ)

ον, beautifully formed, δέμας E.Andr.1155; Χορὸς τέκνων Id.HF925; ταὧς Antiph.175.5.

German (Pape)

[Seite 1310] schön gestaltet; δέμας Eur. Andr. 1150; χορὸς τέκνων Herc. Fur. 925; vom Pfau, Antiphan. bei Ath. XV, 655 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de belle forme, beau, bien fait.
Étymologie: καλός, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίμορφος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, δέμας Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίμορφος, -ον)
1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαόμορφος, ποικιλόμορφος].

Greek Monotonic

καλλίμορφος: -ον (μορφή), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει καλή μορφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίμορφος: красивый, прекрасный, изящный (δέμας, χορὸς τέκνων Eur.; νέος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.

Middle Liddell

καλλί-μορφος, ον μορφή
beautifully shaped or formed, Eur.