ἀμεύομαι
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Dor. A = ἀμείβομαι, only fut. and aor. 1, surpass, outstrip, ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.P.1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.Fr.23. 2 pass over, ὕδατα Euph.119. II purchase(?), GDI4964 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 123] (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύομαι: ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε ἀμείβω ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.
French (Bailly abrégé)
seul. f. et ao.
1 passer de l'autre côté de, franchir, acc.;
2 fig. surpasser.
Étymologie: dor. c. ἀμείβομαι.
English (Slater)
ᾰμεύομαι surpass ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (v.l. ἀμεύσεσθ) (P. 1.45) ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (-σασθαι Bergk.) fr. 23.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. EM 1060, 1152]
• Morfología: [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι ICr.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]
1 franquear, pasar al otro lado de ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.
2 c. ac. de pers. sobrepasar, superar, aventajar ἀντίους Pi.P.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.Fr.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.
3 adquirir, trocar, ICr.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).
• Etimología: Cf. ἀμύνω.
Greek Monolingual
ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)
1. ξεπερνώ, νικώ
2. διέρχομαι, διαπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη σημασία «υπερτερώ, υπερέχω, αξίζω». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀμύνω, καθώς και με τα: λατ. moveo «κινώ», αρχ. ινδ. mīivati «μετακινώ, σπρώχνω», χεττιτ. maušzi «πέφτω» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμευσιεπής, ἀμεύσιμος, ἀμευσίπορος.
Greek Monotonic
ἀμεύομαι: Αιολ. αντί ἀμείβομαι, υπερτερώ, νικώ, κυριαρχώ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεύομαι: (ᾰμ) только fut. и aor. превосходить, побеждать (ἀμεύσασθαι ἀντίους Pind.).
Middle Liddell
[aeolic for ἀμείβομαι]
to conquer, Pind.