ὑπέρβιος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον, (βία) A of overwhelming strength or of overwhelming might, Ἡρακλῆς Pi.O.10(11).15; δαῖμον, i. e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.Oxy.408.28. II mostly in bad sense, overweening, lawless, wanton, οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.Fr.119: neut. ὑπέρβιον as adverb, Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. ὑπερβίως Sch.A.R.4.1523.
German (Pape)
[Seite 1192] übergewaltig, übermächtig; Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; οἷος ἐκείνου θυμὸς ὑπέρβιος Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβιος: -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, Ἡρακλῆς Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, παράνομος, ἄνομος, βίαιος, ἀκόλαστος, οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - ὡσαύτως οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, οἷον ἄγαν βιαίως ἢ ὑπερβαλλόντως τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; adv. • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.
Étymologie: ὑπέρ, βία.
English (Autenrieth)
(βίη): violent, lawless, insolent, wanton; not in bad sense, θῦμός, ‘abrupt,’ Od. 15.212.—Adv., ὑπέρβιον, insolently.
English (Slater)
ὑπέρβιος powerful ὑπέρβιον Ἡρακλέα (O. 10.15) Αὐγέαν ὑπέρβιον (O. 10.29) ὑπέρβιος ἀνα[(?Herakles) fr. 140a. 54(28).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].
Greek Monotonic
ὑπέρβῐος: -ον (βία),
I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος, ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρβιος:
1) необыкновенно могучий, непобедимый (Ἡρακλῆς Pind.);
2) безудержный, неукротимый (θυμὸς Ἀχιλλῆος Hom.);
3) дерзкий, наглый (ὕβρις Hom.).
Middle Liddell
ὑπέρ-βιος, ον, [βία]
I. of overwhelming strength or might, Pind.
II. in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.