ἔνθεμα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ατος, τό, A thing put in, graft, Thphr.CP1.6.8. II deposit, of money in a bank, CIG3599.15 (Ilium). III ornament, ἐ. τῶν τραχήλων LXXCa.4.9. IV reservoir, POxy. 1830.9, al. (vi A. D.). (Cf. ἔνθημα.)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I bot. esqueje, injerto Thphr.CP 1.6.7, 8, τῶν μήλων ... τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Gp.3.3.9, cf. 10.75.4.
II ref. a lo que se guarda
1 cantidad principal en depósito, depósito de dinero τοὺς δὲ τραπε[ζ] ίτας ... ἔχειν ἔ. (τὰ διάφορα) que los banqueros dispongan de la suma como depósito principal, IIl.52.13, cf. 15 (I a.C.).
2 depósito de agua, embalse ἀπὸ ἀναβά(σεως) ἐν τ(ῷ) ἐνθ(έματι) ... después de la crecida (de las aguas del Nilo, hay) en el embalse ..., SB 15622.8 (II d.C.), cf. POxy.1830.9, PRainer Cent.125.10 (ambos VI d.C.).
III ref. a lo que se impone
1 galardón, premio en unos juegos IArykanda 40.4 (I d.C.)
•fig. (χαρά) ἀποταγῆς ἔ. la alegría es el galardón de la renuncia al mundo, Nil.M.79.1144A.
2 adorno ἐ. τραχήλων σου LXX Ca.4.9, crist. alegór. ἐν ... τῷ ἐνθέματι τοῦ τραχήλου σου τὸν τοῦ Χριστοῦ ὁρῶμεν ζυγόν Gr.Nyss.Hom.in Cant.260.3.
German (Pape)
[Seite 841] τό, das Eingesetzte, Pfropf- od. Senkreis, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθεμα: τό, τὸ ἐντιθέμενον κατὰ τοὺς ἐγκεντρισμοὺς τῶν δένδρων, «μπόλι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. παρακαταθήκη χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13.
Greek Monolingual
το (AM ἔνθεμα) εντίθημι
1. το αποτέλεσμα του ενθέτω
2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι
νεοελλ.
κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη
αρχ.
1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα
2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)
3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.