ποῖ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
interrog. Adv.
A whither? v.l. in Thgn.586 (leg. πῇ), freq. in Trag., Com., and Att. Prose; ποῖ με χρὴ μολεῖν; S.El.812; ποῖ τις φύγῃ; Ar.Pl.438; ποῖ τις ἂν τράποιτο; ποῖ τις τρέψεται; ib.374, Th.603; ellipt., ποῖ Κλυταιμνήστρα; = whither has she gone? A.Ch.882, cf. 405 codd. (lyr.).
2 c. gen., ποῖ χθονός; ποῖ γᾶς; = to what spot of earth? Id.Supp.777(lyr.), S.Tr.984(anap.), etc.; ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; Id.OC170 (anap.), 310, Tr.705; cf. κῆχος.
II to what end? πῶς τε καὶ ποῖ τελευτᾷ; A.Pers.735, cf. Ch.732; ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; S.OC227 (anap.).
III how long? ποῖ χρῆν ἀναμεῖναι; Ar.Lys.526.
B ποι, enclit. Adv. somewhither, S.OC26, Ar.Pl. 447, Pl.R.420a, etc.
2 Aeol. = που (q.v.).
C ποί, Dor. = πρός, v. ποτί.
D ποῖ shortened for ποῖον, Ar.Lys.193, 383 (cf. ποίαν monosyll. in V.1369 and v. ποῖος 1.2).
German (Pape)
[Seite 645] adv. der Frage, wohin? zuerst bei Theogn. u. Tr agg.: ποῖ ποτ' ἤγαγές με, Aesch. Ag. 1057, 1109 u. öfter; ποῖ δ' ἔτι τέλος ἐπάγει θεός; Spt. 142; ὅρα ποῦ στάσει. ποῖ δὲ βάσει, Soph. Phil. 834; ποῖ φύγω; O. C. 832; ποῖ γᾶς ἥκω; Tr. 980; u. übertr., ποῖ φρενῶν ἔλθω; O. C. 311; ποῖ γνώμης πέσω; Tr. 702; Eur. Or. 510; ποῖ γῆς; Ar. Plut. 605; ποῖ τις τρέψεται, ποῖ τις ἂν τράποιτο; Thesm. 603 Plut. 374; u. in Prosa: ποῖ ἂν ἄλλοσε φαῖμεν τὰς τοιαύτας ἰέναι; Plat. Phaed. 82 a; ποῖ βλέπων ὁ νομοθέτης τὰ ὀνόματα τίθεται; Crat. 389 a, u. sonst. – Die Fälle, wo es für ποῦ stehen soll, lassen sich durch richtige Auffassung des Zusammenhanges anders erklären, vgl. Herm. Soph. Ant. 42, Lob. Phryn. 43 u. Vors. Eur. Hec. 1070. – (Eigtl. alter dat. von ποσ, also dem π ῇ entsprechend, nur ausschließlich die Bewegung nach einem Orte hin bezeichnend.)
French (Bailly abrégé)
adv. interr.
1 où ? avec mouv. ; avec un gén. : ποῖ χθονός ; ESCHL, ποῖ γῆς ; SOPH en quel endroit de la terre ? fig. ποῖ φρενῶν ; SOPH, ποῖ γνώμης ; SOPH à quelle pensée, à quelle résolution m'arrêter ?;
2 vers quel but ?
Étymologie: *πός, cf. corrél. οἷ, ὅποι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποῖ [~ πο-] adv. interrog., waarheen?:; ποῖ Κλυταιμνήστρα; waar is K. gebleven? Aeschl. Ch. 882; met gen..; ποῖ γᾶς ἥκω; waar ter wereld ben ik gekomen? Soph. Tr. 984; overdr. hoe?:; ποῖ καταθήσεις hoe wil je (je belofte) inlossen? Soph. OC 227; ποῖ λευκὸν ἵππον; hoezo een wit paard? Aristoph. Lys. 193; ποῖ... χρῆν ἀναμεῖναι; hoezo moesten we wachten? Aristoph. Lys. 526; met gen.. οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω; ik weet niet bij welk inzicht ik moet uitkomen Soph. Tr. 705.
Russian (Dvoretsky)
ποῖ: adv. interr.
1) куда: π. με χρὴ μολεῖν; Soph. куда мне идти?; π. φύγωμεν Ἀπίας χθονός; Aesch. в какую часть земли Аписа бежать нам?; π. Κλυταιμνήστρα; Aesch. куда (девалась) Клитемнестра?; π. φρενῶν ἔλθω; Soph. что подумать мне?; π. ἂν ἄλλοσε; Plat. куда же еще?;
2) доколе: π. χρὴ ἀναμεῖναι; Arph. доколе нужно ждать?
Greek Monotonic
ποῖ: ερωτημ. επίρρ., (πρβλ. ποῦ)·
Α. I. 1. προς ποιο μέρος; Λατ. quo? σε Θέογν. κ.λπ.
2. με γεν., ποῖ χθόνος; ποῖ γῆς; σε ποιο μέρος της γης; σε Αισχύλ.· ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; σε Σοφ.
II. προς ποιο σκοπό; προς ποιο σημείο; ποῖ τελευτᾷ; σε Αισχύλ. Β.ποι, εγκλιτ. επίρρ., προς κάποιο μέρος, προς τα κάπου, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
ποῖ: ἐρωτημ. ἐπίρρ. (πρβλ. ποῦ) πρὸς ποῖον μέρος; Λατ. quo, πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι. 586, ἀκολούθως παρὰ Τραγ. καὶ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις· ποῖ με χρὴ μολεῖν; Σοφ. Ἠλ. 812· ποῖ τις φύγῃ; Ἀριστοφ. Πλ. 439· ποῖ τις ἂν τράποιτο; ποῖ τις τρέψεται; αὐτόθι 374, Θεσμ. 603· ἐλλειπτ. ποῖ Κλυταιμνήστρα; ποῦ ἔχει ἀπέλθει; Αἰσχύλ. Χο. 882, πρβλ. 405. 2) μετὰ γεν., ποῖ χθονός; ποῖ γῆς; εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 777,; Σοφ. Τρ. 984, κτλ.· ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; Σοφ. Ο. Κ. 170, 310, Τρ. 705· ἴδε κῆχος ― Διαφέρει ἀπὸ τοῦ πῆ; καθ’ ὅσον τὸ ποῖ; σημαίνει πρὸς ποῖον μέρος; τὸ δὲ πῆ; ποῦ Λατ. qua? ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. ἐν λέξ. ― Οὐδαμοῦ δύναται νὰ εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ποῦ; Λατ. ubi? π. χ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 958, ποῖ μενεῖς ῥᾴθυμος εἰς τίν’ ἐλπίδων βλέψασα, δὲν ἀνήκει εἰς τὸ μενεῖς, ἀλλ’ εἰς τὸ βλέψασα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb τὸ ποῖ... μενεῖς = μέχρι τίνος, εἰς τίνα χρόνον, ἴδε ΙΙΙ: ἴδε προσέτι ποῦ. II. πρὸς τίνα σκοπόν; Λατ. quorsum? πῶς τε καὶ ποῖ τελευτᾷ; Ἀριστοφ. Πέρσ. 735. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Χο. 732, Ἕρμανν εἰς Σοφ. Ο. Κ. 227. ΙΙΙ. ἐπὶ πόσον; ἕως πότε; Λατ. quousque? ποῖ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῖναι; Ἀριστοφ. Λυσ. 526. Β. ποῖ, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., εἴς τι μέρος, «κἄπου», Σοφ. Ο. Κ. 26, Ἀριστοφ. Πλ. 447, Πλάτ. Πολ. 420Α, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Τρ. 303. ― Ὁ ἀναφορ. τύπος εἶναι οἷ, ὅποι.
Middle Liddell
[cf. ποῦ]
I. interrog. adv. whether? Lat. quo? theogn., etc.
2. c. gen., ποῖ χθονός; ποῖ γῆς; to what spot of earth? Aesch.; ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; Soph.
II. to what end? in what point? ποῖ τελευτᾷ; Aesch.