βούβρωστις
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
εως, ἡ, ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).
German (Pape)
[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούβρωστις -εως, ἡ βου-, βιβρώσκω reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.
Russian (Dvoretsky)
βούβρωστις: εως ἡ
1) неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);
2) перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: ravenous appetite (Ω 532), also personified as goddess (like Πενία).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: The meaning is not quite certain. Hunger does not fit too well in Homer, and the ancients interpret οἶστρος gadfly. Seems to have an augmentative βου- (Schwyzer 434) like (the synonyms?) βούλιμος, βούπεινα, with a second element to βιβρώσκω; after νῆστις (Risch 35), but as an agent noun (as in ἄμπωτις, s. v.).
Middle Liddell
βιβρώσκω
eating enormously: metaph. grinding poverty or misery, Il.
English (Autenrieth)
(βοῦς, βιβρώσκω): ravenous hunger, Il. 24.532†.
Greek Monolingual
βούβρωστις, η (Α)
1. μεγάλη πείνα, βουλιμία
2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του Καλλίμαχου καθώς και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «μεγάλη πείνα», ενώ μαρτυρείται και ότι η Βούβρωστις ήταν θεότητα προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν ταύρος. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό μόρφημα βου- (< βους) (πρβλ. βούλιμος, βούπεινα), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. βρώστις (< βιβρώσκω), πιθ. κατά το συνών. νήστις. Κατ' άλλην άποψη, η λ. βούβρωστις < βουβρώς τις «είδος αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «μεγάλη πείνα» ήταν μτγν. και προήλθε από παρανόηση].
Greek Monotonic
βούβρωστις: -εως, ἡ (βι-βρώσκω), μεγάλη πείνα, βουλιμία· μεταφ., καταθλίβουσα πενία, δυστυχία, αθλιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.
Frisk Etymology German
βούβρωστις: {boúbrōstis}
Grammar: f.
Meaning: Heißhunger (Ω 532, Kall. u. a.), auch als Göttin personifiziert (wie Πενία, Plu., s. Schulze Kl. Schr. 399 A. 5).
Etymology: Enthält wie die synonymen βούλιμος, βούπεινα u. a. ein steigerndes βου- (Schulze a. a. O., Schwyzer 434); das Hinterglied zu βιβρώσκω, wahrscheinlich nach dem synonymen νῆστις (Risch 35), aber nicht als Nomen actionis (= βρῶσις), sondern als Nomen agentis wie in ἄμπωτις (s. d.).
Page 1,256
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 hambre devoradora κακὰ β. ἐν ὀφθαλμοῖσι κάθηται Call.Cer.102
• fig. escasez, carestía β. σαρκόβορος δεινή τε MAMA 4.140.3 (III d.C.), cf. AP 11.379 (Agath.), Plu.2.694a, Opp.H.2.208, Nic.Th.409.
2 quizá fig. penuria, miseria, Il.24.532 (explicado en Sch. como οἶστρος), Epic.Alex.Adesp.4.20, Hsch.
• Etimología: Gener. interpr. como comp. de βου- < *gu̯ou- ‘buey’ y -βρωστις formado sobre el tema *brō- de βιβρώσκω q.u. Tb. βου- se interpr. como el prefijo aumentativo igual que en βουγάϊος, βούλιμος, etc.