προσιζάνω
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
A sit by or near: hence, rest, settle on, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA535a2; ἡγοῦντο προσιζάνειν τῷ ὕδατι τὰς ψυχὰς θεοπνόῳ ὄντι Numen. ap. Porph.Antr.10; adhere to, v.l. for -ίζω in Dsc.5.95: abs., ib.74; ἀπὸ τῶν προσιζανόντων from all that adheres, dirt, etc., Paus.5.14.5; of a robe, sit close, Luc.Hist.Conscr. 10. 2 metaph., κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει Semon.7.84; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ π. A.Pr.278; cleave to, cling to, μοι ἀρὰ π. Id.Th. 696.
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.
French (Bailly abrégé)
s'attacher à, dat. ou πρός et l'acc..
Étymologie: πρός, ἱζάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ιζάνω naast... (gaan) zitten, tegen... aan gaan zitten; met πρός + acc. of met dat.; overdr..; πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει rampspoed hecht zich aan telkens weer andere mensen Aeschl. PV 278; ἐχθρά μοι... ἀρὰ... προσιζάνει de hatelijke vervloeking zit aan mij vast Aeschl. Sept. 696; abs. van kleding strak zitten. Luc. 59.10.
Russian (Dvoretsky)
προσιζάνω:
1 садиться или сидеть рядом, держаться возле (ἡ μέλιττα πρὸς τὰ γλυκέα προσιζάνει Arst.): ὄμμασιν π. τινί Aesch. не спускать глаз с кого-л.; πρὸς ἄλλοτ᾽ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει Aesch. несчастье поражает то одного, то другого;
2 плотно облегать (ἡ ἐσθὴς προσιζάνουσα Luc.).
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι κοντά σε κάτι
2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν»)
4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή
5. μτφ. προσκολλώμαι, πιάνω («ἐχθρά μοι... ἀρὰ προσιζάνει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
προσιζάνω: κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνω, σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., προσχωρώ, προσκολλώμαι σε κάποιον, ἀρά μοι προσιζάνω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσιζάνω: προσκάθημαι, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ μῶμος οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· ὡσαύτως, προσκάθημαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, οἷον ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι καλῶς, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
Middle Liddell
to sit by or near, c. acc., πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ πρ. Aesch.:—metaph., c. dat., to cleave to, cling to, ἀρά μοι πρ. Aesch.