συνδίδωμι
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
A contribute, τινί τι Plu.2.660c; ξηρὸν ἐς τὰ ἕλκεα Aret. CD1.8. 2 grant, τινὶ προθεσμίαν POxy.1130.22 (v A.D.):—Pass., to be allowed also, A.D.Adv.175.14. II intr., cooperate, Hp.Art. 30. 2 abate, slacken, of symptoms, Id.Epid.3.1.ιβ, Aret.SD1.13; relax, opp. συντείνω, Hp.Off.23; of the eyes, sink in, Arist.Pr. 876a37. 3 extend, spread, ξυνδιδοῖ τὸ κακὸν ἐς τὸ πᾶν Aret.SA1.6. 4 τοῦ συνδοθέντος εἰς τὴν γαστέρα ὑγροῦ collected in the stomach, Herod.Med. ap. Aët.9.2.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. δίδωμι), mit od. zugleich geben, zusammen geben, neben ἐποχετεύω, Plut. Symp. 4, prooem.; – pass. nachgeben, nachlassen, schwanken, Sp.
French (Bailly abrégé)
amasser, contribuer : τινί τι en qch à qch.
Étymologie: σύν, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
συνδίδωμι:
1 придавать, сообщать (τὸ φιλάνθρωπόν τινι Plut.);
2 вваливаться, становиться впалым (τὰ ὄμματα συνδίδωσι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδίδωμι: δίδω ὁμοῦ, συνεισφέρω, τινί τι Πλούτ. 2. 660Β. τι ἔς τι Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8. 2) παρέχω, χορηγῶ, παραχωρῶ ὡσαύτως, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 587. ΙΙ. ἀμετάβ., συνεργάζομαι, συνεργῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797. 2) ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, χαλαροῦμαι, ἐπὶ συμπτωμάτων νόσου, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1079· κλονοῦμαι, βυθίζομαι, ἀντίθετ. τῷ συντείνω, ὁ αὐτ. 748D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, βυθίζομαι, βαθύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2. 3) ἐκτείνομαι, ἁπλώνομαι, ξυνδιδοῖ τὸ κακὸν ἐς τὸ πᾶν Ἀριστ. Ὀξ. Παθ. Σημειωτ. 1. 6.
Greek Monolingual
ΜΑ δίδωμι
παθ. συνδίδομαι
συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον κάτι ταυτόχρονα με άλλον
2. παραχωρώ κάτι ακόμη («συνδιδοῦν
αί μοι προθεσμίαν», πάπ.)
3. (αμτβ.) α) συμπράττω, συνεργώ με κάποιον
β) (για συμπτώματα αρρώστιας) υποχωρώ, καταπαύω
γ) χαλαρώνω
δ) (για τα μάτια) βαθουλώνω
ε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-δίδωμι intrans. meewerken, ‘meegeven’. Hp. Art. 30. van ziekteverschijnselen minder worden.