ἐντυχία

From LSJ
Revision as of 09:50, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠχία Medium diacritics: ἐντυχία Low diacritics: εντυχία Capitals: ΕΝΤΥΧΙΑ
Transliteration A: entychía Transliteration B: entychia Transliteration C: entychia Beta Code: e)ntuxi/a

English (LSJ)

ἡ, = A conversation, intercourse, Plu.2.67c,582e. 2 meeting, Plb.6.11a.4; interview, πρός τινα Aristeas 1. II petition, PTeb.61(b).26 (ii B. C.), LXX 3 Ma.6.40, J.AJ16.9.4, Heph.Astr.3.20, Seren. ap. Stob.3.13.48; prayer, ἐ. πρὸς ἥλιον PMag.Par.1.1930, cf.PMag.Leid.W.4.10. III pl., records of verdicts, etc., Lyd.Mag.3.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I encuentro, ἀρχή τε γὰρ ἐντυχίας primer momento de encuentro Clearch.25, cf. Plb.6.11a.4, Plu.2.582e, 67c, Themist.Ep.1, ἱκετευτικὴ ἐ. Eust.1262.29
de donde entrevista, conversación, charla I.AI 16.336, ἐ. πρὸς Ἐλεάζαρον Aristeas 1, αἱ ἐντυχίαι τῶν πρωσώπων Eust.648.2, ἐν ταῖς ἐντυχίαις ... πολλὰ διελθὼν καὶ μακρῶς Stob.2.7.20.
II 1petición, solicitud, apelación, queja c. distinct giros prep. τὴν ἐντυχίαν ἐποιήσαντο περὶ τῆς ἀπολύσεως αὐτῶν LXX 3Ma.6.40, πρὸς αὐτὸν Καίσαρα τὴν ἐντυχίαν ποιησάμενος I.AI 16.299, cf. Heph.Astr.3.20.2, Seren. en Stob.3.13.48, c. κατά y gen. ἡ ἐ. κατὰ τῶν οἰκοδομησαμένων Chrys.M.55.238, en cont. admin., esp. en pap. PTeb.61(b).26, cf. PLips.145.23 (ambos II a.C.), καθ' οὗ καὶ πλείστας ἐντυχίας καὶ ἐπιδόσεις ἀναφορῶν ἐποιησάμεθα PRyl.119.29 (I d.C.), cf. PEuphr.2.12 (III d.C.), PSI 451.9 (IV d.C.).
2 plegaria, oración, súplica dirigida a la divinidad ἐντυχία πρὸς Ἥλιον PMag.4.1930, cf. 13.136, ἐντυχίαν ... ποιεῖσθαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τοῦ ἰδίου βίου Eus.M.23.232C, cf. Ath.Al.M.27.25D, Iambl.Myst.3.13, Ast.Soph.Hom.6.12, Corp.Herm.Fr.23.63.
III admin. y jur., plu. archivos de veredictos, Lyd.Mag.3.8.

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, = ἔντευξις, Gespräch, Plut. de gen. Socr. 13; Anklage, Seren. Stob. flor. 13, 28, K. S.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rencontre, entretien.
Étymologie: ἐντυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντῠχία: ἡ Polyb., Plut. = ἔντευξις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῠχία: ἡ, = ἔντευξις, συνέντευξις, ὁμιλία, διάλεξις, Πλούτ. 2. 67C, 582Ε· - ἐν βίῳ Φωκίωνος 5, ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει ἐντυχήμασι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (ἴδε Πλουτ. Παραλλ. τ. 5. σ. 313, ἔκδ. Κοραῆ). ΙΙ. τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, μεσολάβησις, ὑπερέντευξις, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛ΄, 404). ΙΙΙ. ἀντιδικίακατηγορία, Σερῆνος παρὰ Στοβ. 13. 28, Ἰωάν. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολ. 3. 8, κλ.

Greek Monolingual

ἐντυχία, η (AM)
αρχ.-μσν.
1. συνάντηση, συνέντευξη
2. έκκληση, αίτηση, παράκληση
3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση
4. δέηση
5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο
6. λίβελλος
7. μεσολάβηση, μεσιτεία
αρχ.
1. ομιλία, συνομιλία
2. άσκηση, τριβή
3. πληθ. πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.