ἐξάλλομαι
English (LSJ)
fut. A -ᾰλοῦμαι LXXMi.2.12: aor. -ηλόμην S.OT1311 (lyr.), -ηλάμην Luc.Asin.53, Dor. -άλατο Theoc. (v. infr.); Ep. aor. part. -άλμενος (v. infr.):—leap out of or forth from, ἐξάλλεται αὐλῆς, of a lion, Il.5.142: elsewhere used by Hom. only in aor. part. ἐξάλμενος, abs., 15.571: c. gen., προμάχων ἐξάλμενος, τῶν ἄλλων ἐ. springing out from the midst of... 17.342, 23.399 (not in Od.); ἐξάλατο ναός Theoc.17.100; ἐ. κατὰ τοῦ τείχους leap down off .., X. HG7.2.6: abs., jump, hop off, Ar.V.130, Act.Ap.3.8; ὦ δαῖμον, ἵν' ἐξήλου; to what point didst thou leap forth, i.e. to what misery hast thou come ? S.OT1311 (lyr.); of fish, leap out of the water, Arist. HA602a29, cf. 528a32. 2 start from its socket, be dislocated, of a limb, ἐ. ἔξαλσιν Hp.Art.46; of a broken bone, Plu.2.341b; of wheels, start from the axle, X.Cyr.7.1.32. II leap up, Id.An. 7.3.33; μήκιστα ἐ. Ph.1.318; of horses, rear, X.Cyr.7.1.27. 2 ἐξάλλετο γαστήρ swelled, became distended, Call.Cer.88 (s. v.l.). 3 metaph., ἐ. πρός τι fly off to, have recourse to, Plu.2.382e.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. contr. ἐξαλοῦνται LXX Is.55.12; aor. tem. ind. 2a sg. ἐξήλου S.OT 1311, inf. ἐξαλέσθαι Plu.2.341b, part. ἐξαλόμενος Hsch.ε 3543, sigm. ind. 3a sg. ἐξήλατο Theoc.17.100, Luc.Asin.53, atem. ind. 3a sg. ἐξᾶλτο AP 6.75 (Paul.Sil.), part. ἐξάλμενος Il.15.571]
I intr.
1 c. suj. animados saltar, lanzarse, precipitarse εἴ τινὰ ... ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα Il.l.c., ἰὼ δαῖμον, ἵν' ἐξήλου S.l.c., φυγῇ ἐξαλλομένων κατὰ τοῦ τείχους ... τῶν ἡμεροφυλάκων X.HG 7.2.6, οἱ μὲν ... ἔφευγον, οἱ δ' ἐξήλλοντο de caballos en un ataque, X.Cyr.7.1.27, cf. X.Eq.8.14, παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον, εἶτ' ἐξήλλετο Ar.V.130, de peces fuera del agua, Arist.HA 602a29, μήκιστα ἐξάλλεσθαι saltar lo más lejos posible de atletas, Ph.1.318, καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη y dando un salto se puso en pie de un cojo curado Act.Ap.3.8, ὥστε ἀγριανθεὶς ὁ σῦς ἐξάλλεται Polyaen.1.3.2, ἐγὼ ... ἐξάλλομαι ... εἰς ἀέρα Ach.Tat.7.15.3, fig. τὰ ὄρη καὶ βουνοὶ ἐξαλοῦνται προσδεχόμενοι ὑμᾶς ἐν χαρᾷ LXX Is.55.12
•c. gen. y adv. saltar por delante de πολὺ προμάχων ἐξάλμενος ἔστη Il.17.342, πολλὸν τῶν ἄλλων ἐξάλμενος saltando muy por delante de los otros, Il.23.399
•sólo c. gen. saltar desde, lanzarse desde ἐξάλλεται αὐλῆς de un león Il.5.142, οὐδέ τις ... θοᾶς ἐξήλατο ναός Theoc.17.100, νεφέων ἐξάλμεναι ἐσσεύοντο las harpías, A.R.2.268, ἐξαλλόμενος τῆς Ῥωμαϊκῆς τάξεως un jinete, I.BI 5.312, τῆς κοίτης ἐξαλόμενος I.BI 1.443, fig. στόματος δ' ἐξήλλοντο μαρμαροφεγγεῖς παῖδες ref. a los dientes, Tim.15.92, οἷον ... ἐξαλλόμενα σπερμάτων ἀποκειμένων αἰνίγματα como enigmas que saltan fuera de semillas ocultas dicho de los sueños, Synes.Insomn.15, c. ἐκ y gen. ἐκ τοῦ ὀργάνου ᾧ θηρεύονται ἐξάλλονται saltan desde el instrumento con el que son capturados de peces, Arist.HA 528a32, ὡς εἶδε λαγὼν ἐξαλλόμενον ἐκ τῆς τάφρου como viera a una liebre saliendo a saltos del foso Plu.2.190e, ἐκ λίθων πῦρ ἐξάλλεται Basil.Hex.1.7, ἐκ μνημάτων ἐξαλλομένους νεκρούς Hsch.H.Hom.12.2.2
•c. ὑπὲρ y ac. saltar por encima ἐξαλοῦνται ὑπὲρ παρδάλεις οἱ ἵπποι αὐτοῦ sus caballos saltarán por encima de lo que saltan los leopardos LXX Hb.1.8
•fig., c. πρὸς y ac. abstr. saltar hacia, recurrir πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο καὶ ἁπλοῦν καὶ ἄϋλον ἐξάλλονται Plu.2.382d, c. ἐπὶ y ac. κρότος πάσης χειρὸς ἐξήλατο ἐπ' ἐμοί el aplauso de todas las manos saltó hacia mi, e.e., todos aplaudieron en mi honor Luc.l.c.
2 c. suj. animado y gen. separat. alejarse de, abandonar τοὺς φλεγομένης ... δι' αὐτοὺς τῆς πατρίδος ἐξαλλομένους I.BI 6.231, fig. μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι de pulpos mimetizados con el suelo, Opp.H.2.239.
3 c. suj. inanimado salir disparado, lanzado ἐξήλατο λίθος δεκατάλαντος ὁλκήν Plu.Marc.15, ἳνα τὰ ... βάρη μὴ μόνον παρολισθαίνῃ ἀλλὰ καὶ ἐξάλληται de una catapulta, Apollod.Poliorc.154.5, c. gen. γυρᾶς ἐξᾶλτο κεραίας ἰός AP l.c.
4 medic., refl. salirse de su sitio, desplazarse, dislocarse de huesos y partes del cuerpo ἐξαλλομένου σπονδύλου Hp.Art.46, ὥστε τῆς κερκίδος τὸ ὀστέον ἀποκλασθὲν ὑπὸ τῆς πληγῆς ἐξαλέσθαι de modo tal que el hueso de la tibia roto por el golpe sobresalía Plu.2.341b, καθάπερ ἐξαλλομένης τῆς ἀρτηρίας Gal.8.529
•fig. revolverse ἐξάλλετο γαστήρ por una comida excesiva, Call.Cer.88.
II tr. trascender, superar fig. ὅσα τὸν ἐν ἡμῖν ἐξάλλεται νοῦν Cyr.Al.Io.M.73.448B, Θεός, ὁ ... πάντα νοῦν καὶ σοφίαν ἐξαλλόμενος Cyr.Al.M.75.488B, οὐκ ἴσος ἄρα ἐκεῖνος τῷ τοσοῦτον ἐξαλλομένῳ de Cristo al Bautista, Cyr.Al.M.75.160D.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἅλλομαι), heraus-, hervorspringen, Ar. Vesp. 138; Xen. Cyr. 8, 8, 25, vom Wagen springen; κατὰ τοῦ τείχους Hell. 7, 2, 6. – Hom. ἐξάλμενος Τρώων, προμάχων, τῶν ἄλλων, aus den Troern hervor zur Schlacht springen, hervorstürmen, Il. 15, 571. 17, 342. 23, 399, wofür Plut. sagt πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων ἐξαλλόμενος, Pelop. 32; ἰὼ δαῖμον ἵν' ἐξήλλου (mss. ἐξήλου) Soph. O. R. 1311; der aor. II. ἔξήλοντο steht auch Plut. Conv. sept. sap. 18; aber ἐξήλατο λίθος Marc. 16; – auf-, in die Höhe springen, Xen. Cyr. 7, 1, 32, vgl. §. 27 u. An. 7, 3, 33; übertr., heftig aufgeregt werden, Callim. Cer. 89. Vom Pferde, anspringen, Sext. Emp. adv. math. 8, 271.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξηλλόμην, f. ἐξαλοῦμαι, ao. ἐξηλάμην, ao.2 ἐξηλόμην, part. ao. homér. ἐξάλμενος;
1 sauter ou bondir hors de, gén. ; p. ext. s'élancer hors de : τῶν ἄλλων IL ou πρὸ τῶν ἄλλων PLUT en avant des autres ; particul. sauter d'en haut, se précipiter : κατὰ τείχους XÉN du haut d'un mur ; fig. ἰὼ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου ; SOPH hélas ! mon destin, dans quel abîme de maux es-tu plongé ?;
2 abs. se déboîter;
3 sauter, bondir, faire des soubresauts en parl. de chevaux.
Étymologie: ἐξ, ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάλλομαι: (fut. ἐξαλοῦμαι, aor. 1 ἐξηλάμην, aor. 2 ἐξηλόμην - эп. part. aor. ἐξάλμενος)
1) выскакивать (τινος Hom., Thuc. и ἔκ τινος Arst.): προμάχων ἐξάλμενος Hom. выскочив и став впереди передовых бойцов; ἵν᾽ ἐξήλου (v.l. ἐξήλλου и ἐνήλω); Soph. куда ты метнулся?;
2) подпрыгивать, подскакивать (οὐκ ἔλαττον τοῦ δελφῖνος Arst.);
3) вскакивать (ἀνέκραγε καὶ ἐξήλατο Xen.);
4) соскакивать, спадать (τρόχοι ἐξαλλόμενοι Xen.; ἐξήλατο λίθος Plut.);
5) соскакивать, спрыгивать (κατὰ τοῦ τείχους Xen.);
6) взвиваться на дыбы (ὁ ἵππος ἐξήλατο Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάλλομαι: μέλλ. -ᾰλοῦμαι, Ἀποθ.: ― πηδῶ ἔξω ἀπό τινος τόπου, ἐξάλλεται αὐλῆς, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ.· ἀόρ. ἐξάλμενος, ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα Ο. 571· μετὰ γεν., προμάχων ἐξάλμενος, τῶν ἄλλων ἐξ., πηδήσας ἐκ μέσου τῶν..., Ρ. 342, Ψ. 299 (οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.)· ἐξάλατο ναὸς (Δωρ. ἀντὶ ἐξήλατο νηὸς) Θεόκρ. 17. 100· ἐξ. κατὰ τοῦ τείχους, ἐπήδησε κάτω ἐκ τοῦ τείχους, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 6: ― ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἶτ’ ἐξήλετο Ἀριστοφ. Σφ. 130· ὦ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου, ποῦ ἐξεπήδησας, ποῦ ἔχεις φθάσῃ! Σοφ. Ο. Τ. 1311· ἐπὶ ἰχθύος, πηδῶ ἔξω τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11, 4· πρβλ. 4. 8. 2) τινάσσομαι ἔξω ἐκ τῆς θέσεώς μου, ἐξαρθροῦμαι, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξ. ἔξαλσιν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· ὡσαύτως ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Πλούτ. 2. 341Β· ἐπὶ τροχῶν, τινάσσομαι ἔξω τοῦ ἄξονος, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32. ΙΙ. ἀναπηδῶ, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 33· ἐπὶ ἵππων, ἵσταμαι ὀρθὸς ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν καὶ ὀπισθοδρομῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 7. 1, 27: ― τὸ ἐν τῷ Ὕμνω τοῦ Καλλιμ. εἰς Δήμ. 88 χωρίον ἐξάλλετο γαστὴρ φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε Blomf. 2) μεταφ., ἐξ. πρός τι, προστρέχειν εἴς τι, καταφεύγειν, Πλούτ. 2. 382D.
English (Autenrieth)
aor. part. ἐξάλμενος: leap out from, w. gen.; of taking the lead with a spring in racing, Il. 23.399.
English (Strong)
English (Thayer)
to leap up: Xenophon, Cyril 7,1, 27, et others; the Sept. Isaiah 55:12.)
Greek Monolingual
ἐξάλλομαι (Α) άλλομαι
1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς (λέων) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. τινάζομαι από τη θέση μου
3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό
4. (για μέλος του σώματος) εξαρθρώνομαι
5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα
6. (για άλογα) στέκομαι όρθιος στα πίσω πόδια
7. πρήζομαι, εξογκώνομαι
9. καταφεύγω («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο... ἐξάλλονται», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐξάλλομαι: μέλ. -ᾰλοῦμαι· μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἐξάλμενος· αποθ.,
I. πηδώ έξω ή μπροστά από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· προμάχων ἐξάλμενος, ξεπηδώντας από την πρώτη γραμμή, από τη μπροστινή σειρά, στο ίδ.· ἐξάλατο ναός (Δωρ. αντί ἐξήλατο νηός), σε Θεόκρ.· απόλ., εξορμώ, πηδώ έξω, σε Αριστοφ.· ἵν' ἐξήλλου· σε ποιο σημείο έχεις πέσει, δηλ. σε ποια δυστυχία έχεις περιέλθει, έχεις φτάσει; σε Σοφ.· λέγεται για τροχούς, ξεκολλώ, τινάζομαι έξω από τον άξονα, σε Ξεν.
II. αναπηδώ, στον ίδ.· λέγεται για άλογα, ορθώνομαι, σηκώνομαι στα πίσω πόδια, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ᾰλοῦμαι epic aor2 part. ἐξάλμενος
I. Dep.:— to leap out of or forth from a place, c. gen., Il.; προμάχων ἐξάλμενος springing out from the front rank, Il.; ἐξάλατο ναός (doric for ἐξήλατο νηόσ) Theocr.:—absol. to jump off, hop off, Ar.; ἵν' ἐξήλλου; to what point didst thou leap forth, i. e. to what misery hast thou come? Soph.; of wheels, to start from the axle, Xen.
II. to leap up. Xen.: of horses, to rear, Xen.
Chinese
原文音譯:™x£llomai 誒克士阿羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-躍
字義溯源:向前跳,跳起來,跳;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)*=跳)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 跳起來(1) 徒3:8