ὀβελίας

From LSJ
Revision as of 10:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελίας Medium diacritics: ὀβελίας Low diacritics: οβελίας Capitals: ΟΒΕΛΙΑΣ
Transliteration A: obelías Transliteration B: obelias Transliteration C: ovelias Beta Code: o)beli/as

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ, roll or loaf baked or toasted on a spit, Hp.Vict.2.42, Ar.Fr.103, Ph.2.273, cf. Moer.p.287 P.; without ἄρτος, Pherecr.55, Nicopho 15 :—also ὀβέλιος, CIG3597b (Ilium); and ὀβελίτης (q.v.). But in ABIII we have ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς (Fr.440).— Ath.3.111b writes it ὀβελίας and gives both interpretations.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, auch ὀβελίτης ἄρτος, ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = ὀβολίας; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar.

Russian (Dvoretsky)

ὀβελίᾱς: adj. m поджаренный на вертеле (ἄρτος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· ὡσαύτως ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ ὀβελίτης ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «ὀβελίας ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται ὀβελίας, καὶ ὑπάρχουσιν αὐτόθι ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι.

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης)
ως επίθ. ψημένος στη σούβλαὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα
αρχ.
φρ. «ὀβελίας ἄρτος»
(στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθίας, τρυγίας). Ο τ. ὀβέλιος < ὀβελός + κατάλ. -ιος (πρβλ. τρύγ-ιος), ενώ ο τ. ὀβελίτης < ὀβελός + επίθημα -ίτης (πρβλ. νεφρ-ίτης)].