γνώστης

From LSJ
Revision as of 13:58, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνώστης Medium diacritics: γνώστης Low diacritics: γνώστης Capitals: ΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: gnṓstēs Transliteration B: gnōstēs Transliteration C: gnostis Beta Code: gnw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one that knows, τῶν ἐθῶν Act.Ap.26.3; τοῦ εὐαγγελίου Sammelb.421.1 (iii A. D.): esp. one who knows the future, diviner, LXX 1 Ki.28.3. II = γνωστήρ, surety, γ. τῆς πίστεως Plu.Flam.4; expert witness or valuer, PLips.106.10 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-ου
I 1garante τῆς πίστεως Plu.Flam.4.
2 conocedor, sabedor πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν Act.Ap.26.3, τοῦ εὐαγγελίου SB 421.1 (III d.C.)
en lit. jud. crist. de Dios τῶν κρυπτῶν γ. conocedor de lo oculto, A.Xanthipp.28, cf. Orac.Sib.Fr.1.4, Dion.Ar.DN 1.6.
II subst. sabio, vate, adivino LXX 1Re.28.3, τοὺς γνώστας μάντεις ἐκάλουν Thdt.Qu.in 4Re.32.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσθαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
répondant, garant.
Étymologie: γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνώστης -ου, ὁ γιγνώσκω kenner, met gen.: γ. πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν τε καὶ ζητημάτων kenner van alle gebruiken en geschilpunten bij de Joden NT Act. Ap. 26.3.

Russian (Dvoretsky)

γνώστης: ου ὁ
1 знаток (πάντων τῶν ἐθῶν NT);
2 свидетель, поручитель (γ. καὶ βεβαιωτὴς τῆς πίστεως Plut.).

Middle Liddell

γιγνώσκω
I. one that knows, NTest.
II. a surety, Plut.

English (Strong)

from γινώσκω; a knower: expert.

English (Thayer)

γνωστου, ὁ (a knower), an expert; a connoisseur: Plutarch, Flam c. 4; Θεός ὁ τῶν κρύπτων γνώστης, Hist. Susanna, verse 42; of those who divine the future, 1 Samuel 28:3,9, etc.)

Greek Monolingual

ο (AM γνώστης)
1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι
2. έμπειρος, συνετός
3. προφήτης, μάντης
αρχ.
γνωστήρ, εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω.
ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός.
ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης
αρχ.
διαγνώστης, υπαναγνώστης
νεοελλ.
Αθηνογνώστης, ανθρωπογνώστης, αρχαιογνώστης, βιβλιογνώστης, γεωγνώστης, γραφογνώστης, εδαφογνώστης, θαλασσογνώστης, κειμενογνώστης, κοσμογνώστης, ορυκτογνώστης, παντογνώστης, φαρμακογνώστης, φυσιογνώστης].

Greek Monotonic

γνώστης: -ου, ὁ (γιγνώσκω),
I. αυτός που γνωρίζει (το μέλλον), προφήτης, σε Καινή Διαθήκη
II. εγγυητής, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

γνώστης: -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, προφήτης, μάντις, Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄, 3). ΙΙ. = γνωστήρ, ἐγγυητής, βεβαιωτής, Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ.

Chinese

原文音譯:gnèsthj 格挪士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:知道(者)
字義溯源:知曉者,專家,熟悉;源自(γινώσκω)*=知道)。註:在( 徒26:3)和合本的‘熟悉’,英文欽定本用的就是:專家(expert)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 熟悉(1) 徒26:3

French (New Testament)

connaisseur ; expert