ἀπροφάσιστος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A offering no excuse, unhesitating, ready, προθυμία Th.6.83; εὔνοια Lys.Fr.114; σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10; συνεραστής Timocl.8. Adv. ἀπροφασίστως = without disguise, Th.1.49, etc.: without evasion, honestly, Id.6.72, IG2.243, etc.; unhesitatingly, D.C.38.39.
II admitting no excuse, implacable, θάνατος E.Ba.1002.
III inexcusable, κακία Plu.Cat.Mi.44, cf. 2.742c.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1que no pone excusas o pretextos, que no vacila, seguro προθυμία Th.6.83, θάνατος E.Ba.1002, σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10, συνεραστής Timocl.8.6, ἀπροφασίστους αὑτοὺς παρεισχημένοι ἐν παντὶ καιρῷ IG 5(1).1146.31 (I a.C.), συναγωνισταί Plb.10.34.9, irónico ὁ κόλαξ Plu.2.62c, 64e
•que no da rodeos ἄμφω δ' ἀπροφάσιστα τὸν οἴκαδε νόστον ἀφέντες AP 7.721 (Chaeremo)
•neutr. como adv. sin motivos, sin excusa ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν AP 5.250 (Paul.Sil.).
2 inexcusable, inevitable κακία Plu.Cat.Mi.44, ἧττα Plu.2.742c.
II adv. ἀπροφασίστως = decididamente, sin vacilar ἐπικουρεῖν Th.1.49, D.C.38.39.5, παρασκευασθῆναι Th.6.72, συναγωνίζεσθαι IG 22.558.12 (IV a.C.), τὸ ἀποφασίστος (sic) φαίνεσθαι IM 38.21 (III a.C.), τὰ δίκαια ποιεῖν PPetr.2.32.2a.28 (III a.C.), διδοὺς ... τὰ συμφέροντα τῇ πόλει ISestos 1.19 (II a.C.), ἀ. ἐκπληρῶ τὰ πρόσλοιπα PRyl.66.8 (II a.C.), οἱ μὲν ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀ. Plb.1.55.4, μετέχειν ἀ. καὶ προθύμως Plu.2.64d, ὅτι πολλὰς χρείας παρείσχηται ἀ. ID 1519.7 (II d.C.), εἰσεδεχόμην ἀ. Aristaenet.2.16.6
•clara, abiertamente δουλεύοντα Simon.108
•sin falta, regularmente ἐπιφαινομένων τῶν καταμηνίων ἀ. Hp.Prorrh.2.24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.
Étymologie: ἀ, προφασίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροφάσιστος: (φᾰ)
1) безоговорочный, безусловный, беззаветный (προθυμία Thuc.; εὔνοια Lys.);
2) беззаветно преданный (σύμμαχοι Xen.; γνώμη Eur.; ἀ. καὶ πιστός Plut.);
3) открытый, явный (ἀπροφάσιστον φυγὴν φυγεῖν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ ἄνευ προφάσεως, προθυμία Θουκ. 6. 83· εὔνοια Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ λέξις φαίνεται ἐφθαρμένη.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροφάσιστος, -ον)
αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής
αρχ.
1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος
2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος.
Greek Monotonic
ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον (προφασίζομαι), αυτός που δεν προβάλλει καμία πρόφαση, καμία δικαιολογία, αυτός που δεν έχει δισταγμούς, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -τως, απροκάλυπτα, χωρίς υπεκφυγές, εντίμως, σε Θουκ.
Middle Liddell
προφασίζομαι
offering no excuse, unhesitating, Thuc., Xen. adv. -τως, without disguise, without evasion, honestly, Thuc.
English (Woodhouse)
Translations
inexcusable
Catalan: inexcusable; Czech: neomluvitelný; Danish: utilgivelig; Finnish: anteeksiantamaton; French: inexcusable; Galician: inescusable, inescusábel; German: unentschuldbar; Greek: αδικαιολόγητος; Ancient Greek: ἀναπολόγητος; Hungarian: megbocsáthatatlan; Irish: doleithscéil; Italian: inescusabile; Latin: inexcusabilis; Polish: niewybaczalny; Portuguese: inescusável, indesculpável; Spanish: inexcusable; Welsh: anesgusodol
German (Pape)
keine Ausrede machend, bereitwillig, σύμμαχοι Xen. Cyr. 2.4.10; Sp.;
• Adv. ἀπροφασίστως, στρατεύειν Thuc. 1.49; Dem. 59.101; Pol. 1.55.4 und öfter; auch ἀπροφάσιστα, Eur. Bacch. 1000.